webzobbie's attack

Της πέτρας της υπομονή βάλε στο νου θεμέλιο κι ό,τι θα πεις με το θυμό, πες το, καλλιά, με γέλιο!

31.10.07

Αποταμίευσε...

... μερικά από τα αμέτρητα φιλιά και τις ευχές που σου στέλνω
για τα γενέθλιά σου!!!



Να τα εκατοστίσεις, καλέ μου!

11.10.07

Αναπλήρωση στο ΣΤ'2

Στο προχθεσινό κενό μου μου ζητήθηκε να… απασχολήσω, για λίγο, τα παιδιά του ΣΤ’2. Ωωωωωραίααααα! Ήσυχα τα… θηριάκια, μ’ έβλεπαν και πρώτη φορά στην τάξη τους, ήταν ακόμα και πρωί, ορθογραφίες και λοιπές ασκήσεις δεν είχαν, είπαν, οπότε… ώρα για παιχνίδι!!!

«Πείτε μου την πρώτη λέξη που σας έρχεται στο νου…», τους είπα. Παγωνιά και μούδιασμα. «…Όποια να ‘ναι;». «Φυσικά! Γρήγορα! Την πρώτη λέξη που σας έρχεται!». Δυο τρία δισταχτικά χεράκια. «Άντε, βρε παιδιά, ξυπνάτε! Όποια λέξη σας έρχεται! Τόσο δύσκολο πράγμα ζητάω;» Όλα τα… χέρια ψηλά, που λέει και το τραγούδι. «Πες μου…» «Δημήτρης», συμπληρώνει ο μικρός. «Για πες, Δημήτρη…» «Όμορφη», μου απαντάει. «Όμορφα;» ρωτάει η… κωφή δασκάλα. «Όμορφη», επαναλαμβάνει το παιδί.

Γράφω τη λέξη «ΟΜΟΡΦΗ» στον πίνακα κάθετα. «Και τώρα θέλω μια λέξη από “Ο”», λέω στα παιδιά. «Όρνιθα!» πετιέται ένας από το πλάι. Γρήγορα μπήκαν στο πνεύμα και ήθελαν όλα να συμμετέχουν στο παιχνίδι. Οι λέξεις που μαζεύτηκαν:

Ο ρνιθα

Μ αγαζί

Ο μπρέλα

Ρ ωσία

Φ άκελο

Η λεκτρολόγος

«Ωραία! Και τώρα αρχίζει το παιχνίδι! Φτιάξτε μου μια ιστορία με αυτές τις λέξεις!» «Μα…» «Ελάτεεεεεε, έχουμε και δουλειές! Θέλω μια ιστορία με ή χωρίς νόημα. Θέλω να γράψετε μια παράγραφο ορθογραφημένη με… ό,τι θέλετε!» Σκυφτά κεφαλάκια, δοντάκια που δάγκωναν τα μολύβια, μάτια που με κοιτούσαν, ακόμα, δισταχτικά, αλλά σε λίγη ώρα… τα πρώτα κειμενάκια κατέφτασαν. ΠΟΛΥ γέλιο! Πάρα πολύ!

Αποτέλεσμα; Όταν ήρθε ο δάσκαλός τους για να με αντικαταστήσει, τα παιδιά διαμαρτυρήθηκαν! «Όχι τώραααααααα!!! Δεν τελειώσαμεεεεεεεεε!»…

Δούλεψε! Και αυτή τη φορά! Ακόμα και σήμερα, δύο μέρες μετά, με σταματάνε παιδιά στο διάδρομο και στην αυλή για να μου διαβάσουν την ιστορία τους!

Και επειδή κι εγώ παιδάκι είμαι και σε τέτοια παιχνίδια δε λέω ποτέ «όχι», ορίστε και η δική μου ιστορία με ή χωρίς νόημα. Ελπίζω να ‘ναι, τουλάχιστον, ορθογραφημένη! ;)

Κρύα και βροχερή μέρα του Γενάρη. Η θερμοκρασία πολύ χαμηλή, χαρακτηριστική για την περιοχή της Ρωσίας. Παρόλα αυτά, η δουλειά του ήταν τέτοια που δεν του επέτρεπε να παραμείνει στη θαλπωρή του σπιτιού του και να απολαύσει ένα ζεστό πρωινό, παρέα με την οικογένειά του. Ήταν υποχρεωμένος να ανοίξει το μαγαζί του νωρίς. Δύσκολη η δουλειά του ηλεκτρολόγου. Πολλές εκκρεμότητες και πελάτες που διαμαρτύρονταν για τη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους.

Φτάνοντας στην έξοδο του σπιτιού του είδε τη βροχή να πέφτει δυνατά. «Μην αργήσεις το μεσημέρι! Θα σου ‘χω ζεστή σούπα από όρνιθα, που σ’ αρέσει», ακούστηκε η φωνή της γυναίκας του από την κορυφή της σκάλας. Κοντοστάθηκε, χαμογέλασε, άνοιξε την ομπρέλα του και βγήκε.

Κάτι περίεργο πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Ήταν αρκετά σκεφτικός και προβληματισμένος, ενώ μια περίεργη αίσθηση ότι κάτι θα συμβεί τον τύλιγε. Περπατούσε αφηρημένος και ούτε καν άκουσε κάποιες ζεστές, περαστικές καλημέρες. Η όμορφη, μυστηριώδης φωνή του χθεσινού τηλεφωνήματος που τον ενημέρωνε για την άμεση παραλαβή ενός ανώνυμου φακέλου τον είχε αναστατώσει.

Το ραντεβού είχε δοθεί λίγα μόνο τετράγωνα μακριά από το μαγαζί του. Θα μπορούσε να περάσει να δει για τι επρόκειτο, πριν πιάσει δουλειά. Επιτάχυνε. Αδιαφόρησε για τις λακκούβες με το νερό και τους βιαστικούς περαστικούς. Το μυστήριο θα λυνόταν στο επόμενο στενό. Σε ποια ανήκε εκείνη η βελούδινη φωνή και ποια άμεση ανάγκη πρόσταζε να παραλάβει ο ίδιος, μυστικά, εκείνο τον ανώνυμο φάκελο;

Ούτε που πρόσεξε το αυτοκίνητο που ερχόταν από το στενό. Το απότομο φρενάρισμα και το δυνατό κορνάρισμα δεν στάθηκαν ικανά να τον επαναφέρουν στην πραγματικότητα. Όμως, τι περίεργο, τίποτα δεν τον απασχολούσε πια, παρά μόνο εκείνο το τρυφερό: «Μην αργήσεις το μεσημέρι!»…

3.10.07

Γιατί η Κρήτη ονομάστηκε έτσι;

Με αφορμή την 4η Οκτωβρίου, Παγκόσμια Ημέρων των Ζώων, είπαμε στο σχολείο να κάνουμε κάτι σχετικό... Η δασκάλα μου της Α' Δημοτικού και σημερινή μου συνάδερφος και... συνεργάτης, αφού μοιραζόμαστε τα δύο τμήματα της Ε', πρότεινε ένα πολύ όμορφο κείμενο του Νίκου Γρηγοράκη, για το πώς πήρε η Κρήτη το όνομά της.


Δείτε και μόνοι σας...


Κάποτε, πάνε χιλιάδες χρόνια τώρα, εκατομμύρια ίσως, ο Θεός μετά από τη δημιουργία του κόσμου θέλησε να ξεκουραστεί. Έτσι άπλωσε το κουρασμένο του κορμί μέσα σε απαλά, ολόλευκα σύννεφα, ενώ χιλιάδες άγγελοι του τραγουδούσαν επουράνιους ύμνους.

Άγγελοι και αρχάγγελοι σχημάτιζαν κύκλους γύρω από το Θεό, ενώ μικρά αγγελάκια τραγουδούσαν μελωδικά τραγουδάκια, που απάλυναν έτσι την κούραση του Κυρίου.

Ο Θεός όμως, σαν καλός μάστορας που ήταν, σκέφτηκε πως έπρεπε να επιθεωρήσει και να επισκεφτεί τα δημιουργήματά του, να δει τέλος πάντων αν όλα λειτουργούσαν όπως αυτός ήθελε και όπως ακριβώς είχε ορίσει.

Επειδή το ταξίδι του θα ήταν κουραστικό, πήρε μαζί του τους πιο δυνατούς αγγέλους και τα γοργόφτερα άσπρα άλογά του. Έτσι ο Θεός είχε αρχίσει να επιθεωρεί το σύμπαν που αυτός είχε δημιουργήσει.

Ξαπλωμένος πάνω στα γοργόφτερα άσπρα άλογά του και με τη συνοδεία των αγγέλων του πέρασε από κάθε πλανήτη ξεχωριστά και έκανε την επιθεώρησή του.

Αφού επισκέφτηκε όλους τους πλανήτες και όλα τα άστρα του σύμπαντος άφησε τελευταίο τον πλανήτη γη. Εδώ, στη γη, θα έκανε πολύ περισσότερο καιρό, μιας και αγαπούσε αυτό τον τόπο περισσότερο από τους άλλους γιατί εδώ είχε αφήσει και ζωντανούς οργανισμούς. Πιο πολύ ήθελε να δει τους ανθρώπους που είχε αφήσει να κυριεύσουν και να πληθύνουν τον πλανήτη.

Ο Θεός άρχισε να περιπλανιέται γύρω από τη γη. Το ταξίδι του αυτό ήταν κουραστικό, γιατί είχε να επιθεωρήσει την κάθε ήπειρο ξεχωριστά και να δει πόσο καλά περνούσαν οι άνθρωποι. Προ πάντως αυτοί μιας και ήταν το πιο αγαπημένο του δημιούργημα.

Αφού επισκέφτηκε την Ασία, την Αμερική, την Αυστραλία και την Ευρώπη, σειρά τώρα είχε η Αφρική. Σαν την επισκεπτόταν θα τελείωνε το ταξίδι του και θα γύριζε πάλι πίσω στον ουρανό για να ξεκουραστεί.

Όμως μεταξύ Ευρώπης και Αφρικής απλωνόταν μια απέραντη θάλασσα. Δεν υπήρχε μέρος για να ξαποστάσει μια σταλιά, αλλά ούτε ένα μέρος ξηράς για να πατήσει και να φτάσει στην Αφρική. Περιμένοντας ο Θεός στην Ευρώπη έστειλε τους εξερευνητές αγγέλους του να ψάξουν και να βρουν ένα μέρος ξηράς, έστω και ένα τόσο δα, για να περνούσε απέναντι, στην Αφρική.

Οι άγγελοι φτεροκοπώντας γοργά, έφυγαν για να πάνε να εξερευνήσουν και να βρουν κάποιο κομμάτι ξηράς. Έψαξαν από ‘δώ, έψαξαν από ‘κεί, τίποτα το εξαίρετο δε φαινόταν παρά μόνο ένα μικρό κομμάτι ξηράς, ένα νησάκι, λουζόταν από τα κύματα της θάλασσας ολόγυρα.

«Τι παράξενο! Μέσα στην τόση απεραντοσύνη της θάλασσας να υπάρχει μόνο αυτό το μικρό νησί», είπαν οι άγγελοι και φτεροκόπησαν γρήγορα να πάνε τα μαντάτα στο Θεό.

Ο Θεός, σαν άκουσε όλα αυτά, παραξενεύτηκε. Πώς ήταν δυνατό να του ‘χε ξεφύγει αυτό το μικρό και παράμερο μέρος; Αφού ήξερε από άκρη σε άκρη όλα τα δημιουργήματά του, πώς δεν το θυμόταν αυτό το κομμάτι ξηράς; Έτσι, ήταν περίεργος να το επισκεφτεί και να δει τι χαρές και ομορφιές του ‘χε χαρίσει, αλλά και το όνομά του, γιατί αν και ήταν δημιούργημα δικό του δεν ήξερε το όνομά του.

Πήρε, λοιπόν, τη συνοδεία του και ξεκίνησε για τη γνωριμία του με το νησάκι που βρισκόταν καταμεσής της θάλασσας.

Γύρισε το νησί από άκρη σε άκρη. Θαύμασε τις φυσικές ομορφιές του, τα άγρια και πανύψηλα βουνά του, την οργιώδη βλάστηση, ενώ κάτω από τα πόδια του απλωνόταν ένα πολύχρωμο χαλί από λογής λογής λουλούδια.

Έστειλε τους αγγέλους του να εξερευνήσουν κι αυτοί κάθε κομμάτι του παράξενου αυτού νησιού. Όλοι είπαν τα ίδια στο Θεό. Βλάστηση, άγρια ομορφιά, πανέμορφα λουλούδια. Όμως δεν υπήρχαν πουθενά άνθρωποι.

Το αγαπημένο δημιούργημα του Κυρίου δεν υπήρχε πουθενά. Παραξενεύτηκε στ’ αλήθεια ο Θεός. Γιατί άραγε το είχε ξεχάσει; Γιατί του είχε ξεφύγει;

Εκεί που συλλογιζόταν όλα αυτά, πετάχτηκαν μπροστά του δυο αγριοκάτσικα. Ήταν, φαίνεται, οι μόνες ψυχές που κατοικούσαν σ’ αυτόν τον έρημο τόπο. Ήταν τόσο όμορφα που ακόμα και ο ίδιος ο Θεός θαύμασε τα παράξενα και στριφτά κέρατά τους. Τότε γύρισε προς το μέρος τους και τα ρώτησε:

-Αλήθεια, πώς λένε το νησί σας; Ποιο είναι το όνομά του;

-Δεν ξέρουμε, απάντησαν με ανθρώπινη φωνή. Εμείς μονάχα είμαστε εδώ. Δεν υπάρχει ψυχή άλλη σε τούτο το νησί. Νιώθουμε μοναξιά στον απέραντο τούτο τόπο, που έχει μέρος να ζήσουν και άλλες ψυχές, να χαρούν και αυτές τις ομορφιές που μας χάρισες.

Ο Θεός έμεινε για λίγο σκεφτικός και αργότερα ρώτησε το ένα αγριοκάτσικο:

-Πώς σε λένε;

-ΚΡΗ, απάντησε το κατσίκι και έσκυψε το κεφάλι του γλείφοντας τα πόδια του Θεού από ευγνωμοσύνη.

-Κι εσένα πώς σε λένε; ρώτησε το δεύτερο αγριοκάτσικο.

-ΤΗ, απάντησε με θάρρος κι έκανε ό,τι και το πρώτο κατσίκι.

Ο Θεός χάιδεψε λίγο τη μακριά λευκή γενειάδα του κι αφού έμεινε σκεπτικός για λίγη ώρα γύρισε κι είπε προς τους αγγέλους του:

-Από ‘δώ και πέρα το νησί αυτό θα το φωνάζουν ΚΡΗΤΗ. Κι εσείς, ταπεινά μου αγριοκάτσικα, θα πληθύνετε τόσο πολύ και μόνο εσείς θα έχετε το προνόμιο να αυξάνεστε στην Κρήτη και πουθενά αλλού στον Κόσμο.

Όσο για τους ανθρώπους, θα αφήσω εδώ δυο από τους αγγέλους μου για να δημιουργήσουν το ανθρώπινο γένος. Και να ξέρετε πως τούτο είναι προνόμιο και δεν έχει ματαγίνει, άγγελοι να είναι οι πρώτοι κάτοικοι του τόπου.

Ακόμα, οι ομορφιές του νησιού σας δεν πρόκειται να χαθούν ποτέ, ενώ το νησί θα είναι από ‘δώ κι εμπρός το σταυροδρόμι της γης. Ακόμα θα θυμάστε ότι είναι το μόνο γήινο μέρος που ο Θεός κάθισε και ξαπόστασε παραπάνω από όσο έπρεπε. Γι’ αυτό θα είναι πάντα ευλογημένο από το χέρι μου και ποτέ δε θα μπορέσει να το πειράξει κανείς, όσες μπόρες και να περάσει, πάντα θα βγαίνει νικητής. Όσο για τους ανθρώπους του, θα είναι πάντα γενναίοι και ακουστοί μέχρι την πιο μακρινή γωνιά της γης.

Τέλος, ο λαός της Κρήτης θα είναι ο μόνος που θα έχει το προνόμιο να είναι αγγελοπλασμένος.

Ο Θεός ευχαριστήθηκε από όσα είδε και έζησε. Σκέφτηκε πως πριν ο κόσμος του είχε μιαν ατέλεια, αλλά τώρα την είχε διορθώσει. Έτσι πέρασε απέναντι στην Αφρική όπου και τελείωσε το ταξίδι του. Τώρα θα είναι πολύ πιο ικανοποιημένος από πριν για τα δημιουργήματά του. Πάνω στα αφράτα σύννεφα, θα νιώθει πολύ περήφανος και η ξεκούραση γι’ αυτόν θα είναι πιο ευχάριστη αφού ξέρει πως κάτω στη γη, έχει ένα κομμάτι γης που το λένε Κρήτη.

Να, λοιπόν, γιατί η Κρήτη ονομάστηκε έτσι. Ήταν, άραγε, θέλημά Του να ονομαστεί έτσι; Αλλά κανείς άνθρωπος δεν ξέρει τις επιθυμίες του Θεού, ενώ αυτός ξέρει και μπορεί να γνωρίσει τις επιθυμίες όλων των ανθρώπων.

«Αντέστε, δα, κοπέλια μου… αμέτε στα κρεβάθια σας… Να κοιμηθείτε… κι ίσαμε την άλλη νύχτα… έχει ο Θιός… κι η γλώσσα τσι γιαγιάς σας… να σας ανιστορήσει κι άλλα παραμύθια… Αντέστε… κι όνειρα γλυκά…»