webzobbie's attack

Της πέτρας της υπομονή βάλε στο νου θεμέλιο κι ό,τι θα πεις με το θυμό, πες το, καλλιά, με γέλιο!

27.8.12

Φλυαρίες ανάμεσα στον ουρανό και τη γη*


Στην αρχή του μήνα θαυμάσαμε τη χλομή ομορφιά του Φεγγαριού που ανέβαινε καταστρόγγυλο στον ουρανό και φώτιζε τα σκοτάδια μας. Μας άφησε άφωνους να το κοιτάμε και να κρεμάμε πάνω του, σαν τάμα, ό,τι επιθυμία, ελπίδα, πόνο, χαρά, ό,τι "αχ!" βαραίνει τον καθένα. Μα λες απ' το βάρος το πολύ της ευθύνης κι από την ντροπή την πολλή του θαυμασμού, έτρεξε τρομαγμένο να κρυφτεί πίσω από ουρανούς έναστρους. Νύχτες έκανε να φανεί. Νύχτες το καλοπιάναμε με παρακάλια, τραγούδια, ευχές να 'ρθει πάλι να φωτίσει τα σκοτάδια μας. Μ' αυτό, τίποτα! Πεισματωμένο έμενε στην αγκαλιά του ουρανού κρυμμένο καλά, να μην μπορούμε να το δούμε, να μην μπορούμε να το θαυμάσουμε, να μη φτάνουμε να του κρεμάσουμε κανένα "αχ!" μας φυλαχτό πάνω του... Όχι πως σταματήσαμε τα παρακάλια, όχι πως πάψαμε να σηκώνουμε το βλέμμα διερευνητικά στον ουρανό κάθε που βράδιαζε, μα λίγο λίγο δώσαμε εμπιστοσύνη ότι θα ξανάρθει, δεν μπορεί! Και περιμέναμε.

Ώσπου ήρθε! Μια Φλουδίτσα, "ένα Νυχάκι" όπως επέμενες να λες τις προάλλες, εμφανίστηκε δειλά. Μια Φλουδίτσα που ολοένα φούσκωνε από υπερηφάνεια για την όμορφη χλομάδα της, αλλά και για τα βλέμματα που 'χε στρέψει στον ουρανό η απουσία της. Ωραίο πράμα να σ' αναζητάνε τόσα μάτια. Ωραίο πράμα να σ' αποζητάνε τόσες ψυχές. Και πόσα χαμόγελα σχηματίσαμε όλοι εμείς από 'δώ κάτω κοιτώντας τη Φλουδίτσα να μεγαλώνει ώρα με την ώρα, μέρα με τη μέρα! Με πόσα τάματα αρχίσαμε πάλι να τη στολίζουμε! Κι εκείνη ολοένα και μεγαλώνει και χαμογελά για να λάμψει σίγουρη, καταστρόγγυλη, γεμάτη καμάρι, πάλι, μεθαύριο και να κλέψει ξανά τα βλέμματα όλων. 

Τώρα πια η "Φλουδίτσα" έχει γίνει κοτζάμ Φετούλα. Σαν Φετούλα πορτοκαλιού αρωματίζει τις νύχτες μας. Κι εμείς όμως δεν την αφήνουμε έτσι. Τη θαυμάζουμε, της χαμογελάμε, της τραγουδάμε για να μην ξανατρομάξει και φύγει, γιατί τη θέλουμε στη ζωή μας. Χωρίς αυτή δεν αντέχουμε στιγμή! Κι εκείνη όλο μεγαλώνει και ξεθαρρεύει και γέρνει προς το μέρος μας. Χθες πήρε να γέρνει τόσο πολύ που τρόμαξα! "Πού πας; Θα πέσεις!", της φώναξα. Μα δεν απάντησε. Δε νοιάστηκε καν! Συνέχισε να σκύβει πάνω απ' τη σκηνή του κηποθέατρου να δει κι αυτή το παραμύθι. "Τι ζήλιες είν' αυτές;", χαμογέλασα. "Μεθαύριο θα μας μαγεύεις του λόγου σου. Άσε τώρα, άσε να μαγευτούμε από δικούς μας. Τι φοβάσαι; Υπάρχει περίπτωση να χάσεις στη σύγκριση με τους ανθρώπους;"... Μα εκείνη το χαβά της. Όλο και έγερνε πάνω απ' τη σκηνή. Και λίγο πριν την πτώση, την κρατήσαμε στο ύψος της με το χειροκρότημα. 






Τα ίδια κι απόψε. Στην αρχή της συναυλίας κοιτούσε τον κόσμο αφ' υψηλού, χλομή και σίγουρη. Μα ήταν τέτοια η φωνή στη σκηνή που, δεν κρατήθηκε, έσκυψε να δει τι ήταν αυτό που μας έκλεβε την καρδιά και το βλέμμα. Και μαγεύτηκε, όπως κι εμείς. Και πάλι πήρε να 'ρχεται προς το μέρος μας. Για την ακρίβεια, προς το μέρος απ' όπου έρχονταν οι μελωδίες. Ένα πιάνο και μια φωνή... "Τον Ήλιο λέγαμε υπερόπτη, μα είσαι κι εσύ... Λίγο ακόμα και θα σου σκάσουμε φιλί στη μύτη, έτσι που χώνεσαι ανάμεσά μας!", τη μάλωσα, τάχα. Δεν πτοήθηκε όμως. Έγειρε περισσότερο ν' αφήσει φιλί στον τραγουδιστή με τη μαγευτική φωνή, ώσπου... συνάντησε το Δέντρο, που 'χε γείρει κι εκείνο και υποκλινόταν στο Ταλέντο και καταντροπιασμένη που καταδέχτηκε να φτάσει ως εδώ, έστρεψε το βλέμμα αλλού και συνέχισε την πορεία της στο μαύρο τ' ουρανού. Θέλει να μεγαλώσει ακόμα λίγο, να στολιστεί, να λάμψει όπως μόνο εκείνη ξέρει, για να φανεί και πάλι ολόφωτη στο μαύρο μας και να κλέψει τις καρδιές μας. 








  *Ο τίτλος από αγαπημένο μου βιβλίο του Τζιάνι Ροντάρι.

16.8.12

Καινούρια μέρα

Η... κάθοδος
 
Χθες, μέρα γιορτής, είχα την υποχρέωση πες να φύγω από το Νότο. Να κινηθώ πιο βόρεια, να αφήσω τη θάλασσά μου εδώ. Για λίγο, μου υποσχέθηκα. Μόνο για ένα εικοσιτετράωρο. Ξύπνησα βίαια το πρωί. Νωρίς. Κάθιδρη από ένα περίεργο όνειρο και μια επιτακτική ανάγκη να χωθώ σε μια αγκαλιά, που εκφράστηκε με παράπονο: «Γιατί δεν είσαι εδώ τώρα;» Αποδέκτης του παραπόνου και πιστός παρηγορητής… ο πόνος. Οξύς, γενικευμένος, να κάνει όσο γίνεται πιο αισθητή την παρουσία του. «Αγκαλιά δε ζήτησες;» με περιγελά και με σφίγγει πάνω του. Πάλεψα να του ξεφύγω, μα όταν είδα πως ήταν αδύνατο, παραδόθηκα. Κι αυτός, ξαφνιασμένος, λες, από την παραίτηση, θιγμένος που ήμουν εύκολη υπόθεση για εκείνον, όλο και χαλάρωνε την αγκαλιά, να μείνω πάλι μόνη.
«Θα πάω στη θάλασσά μου, δε με σταματάς!», του πέταξα στα μούτρα με την ενδόμυχη επιθυμία να μ' αφήσει ήσυχη. Απέραντο το μπλε χαλί του Λιβυκού. Ήρεμο, ατάραχο, ευγενικό, πρόσχαρο, μαυλιστικό πολύ «Μείνε! Μείνε!» μου φωνάζει σαν Σειρήνα. «Δεν μπορώ. Μα θα επιστρέψω σύντομα.» υπόσχομαι. Και δεν είναι μόνο η θάλασσα που αποχαιρετώ. Είναι και ο άλλος, ο δύσκολος αποχαιρετισμός, αυτός που ‘χει πρόσωπο αγαπημένο και χαμόγελα πολλά και σιωπές και χάχανα και παιχνίδια και μαλώματα. Τελευταία φιλιά, τελευταία αγκαλιά και ένα αντίο απ’ τα γνωστά μας, αυτά που λέγονται εύκολα, αλλά βιώνονται δύσκολα. Απ’ τα αντίο που σε συνοδεύουν ως την εξώπορτα και σου στέλνουν ακόμα ένα φιλί, πετώντας το κατευθείαν στην καρδιά σου.
Νωρίτερα απ’ ό,τι υπολόγιζα η επιστροφή. Το ίδιο κιόλας απόγευμα. Ξαναβλέπω τη γαλάζια Σειρήνα να μου κλείνει το μάτι χαμογελώντας πίσω από τις τελευταίες στροφές. «Να προλάβω. Να μη φύγει. Να τον δω ακόμα λίγο» κι ας είναι η φορά αυτή αδυσώπητη. Κι ας με σκανάρει σιωπηλά απ’ την κορφή ως τα νύχια και ως μέσα στην ψυχή μου. Μήνυμα καθ’ οδόν: «Το βιβλίο σου και στην παραλία. Δεν άντεξα χωρίς Καστοριάδη και επιστρέφω!».
Χαμογελώ. Το προηγούμενο βράδυ είχαμε μια μικρή αναπαράσταση-προσομοίωση της τάξης μου. Ένας Δάσκαλος διαβάζει όμορφα σεμινάρια του Κορνήλιου Καστοριάδη για το πολίτευμα της αρχαίας Αθήνας. Ένα Σπασικλάκι που ‘χει διαβάσει το… παρακάτω μάθημα και κάνει σχόλια κάθε τρεις και λίγο διακόπτοντας. Ένα άλλο Σπασικλάκι που δεν έχει διαβάσει το παρακάτω, αλλά έχει άποψη επί παντός επιστητού. Μια Αχαΐρευτη που παραμένει αμίλητη, ακούει και δεν ακούει, αλλά όταν δεν ακούει είναι αλλού, σε άλλον πλανήτη και ακούει τα… δικά της. Ένας ακόμα Πιο Αχαΐρευτος που κοιμάται στο τελευταίο θρανίο αθόρυβα, ενίοτε και… θορυβωδώς. Και μια Μύγα, την οποία το Σπασικλάκι Νο 1 σκοτώνει μ’ ένα αδιανόητα δυνατό χτύπημα του χεριού στο θρανίο, πάνω ακριβώς που πέφτει η πιο βαριά πρόταση του εισηγητή. Εκεί ακριβώς οι Αχαΐρευτοι ξυπνούν βίαια στην πραγματικότητα, το Σπασικλάκι Νο2 ταράζεται και χύνει το τσίπουρό του και ο Δάσκαλος ξαφνιασμένος και άφωνος παρατηρεί τα τεκταινόμενα! Πόσο γελοία μπορεί να είναι μια τέτοια ανάλυση των όσων ακούστηκαν; Πόσο γέλιο μπορεί να προκαλέσει μια ανάγνωση σεμιναρίου για ένα τόσο σοβαρό θέμα;
«Τι θες εσύ εδώ;!!» με γουρλωμένα μάτια. «Ε, δεν άντεξα χωρίς Καστοριάδη κι ήρθα!», γελάω. «Ναι, αλλά σήμερα το τσίπουρο… δε νομίζω ότι θα μας επιτρέψει να ‘χουμε την απαιτούμενη προσοχή σ’ αυτό…» η απολογία. «Ευτυχώς, Παναγιά μου, τη γλίτωσα!» η αντίδραση και το χαχανητό.
Ψάθα και πετσέτα ανάμεσα στα δυο σταθερά τρυφερά χαμογελαστά πρόσωπα της ζωής μου. Και σιωπηρή συμφωνία για συμμετοχή όλων στην παρέα της παραλίας ως αργά πολύ, με μπίρες, ένα ούτι, κάμποσες υπέροχες φωνές κι έναν ουρανό να βρέχει αστέρια! Ούτε το φεγγάρι δεν τόλμησε να μας χαλάσει τη βραδιά, λες και θέλησε να μας αφήσει ν’ απολαύσουμε τις τελευταίες ώρες σύσσωμης της παρέας, επιτρέποντάς μας να μετρήσουμε ένα πεφταστέρι για τον καθένα μας. Πόσες ευχές!
«Ρε, μ#$%*α, τόσα αστέρια έπεσαν, έκανες καμιά ευχή;»
«Όχι…»
«Βλέπεις; Μένουμε να τα θαυμάζουμε και δεν κάνουμε ευχές. Δεν κάνουμε καν… απευχές! Γιατί, ένας άνθρωπος που ‘ναι εντάξει κάνει ευχές, αλλά στο σημείο που ‘χουμε φτάσει, είναι ώρα να κάνουμε απευχές! Και επειδή ΠΟΤΕ δεν προλαβαίνω να κάνω απευχή, έχω φτιάξει έναν κατάλογο.» Χαχανίζω ήδη. Μου σφίγγει το γόνατο συνεχίζοντας: «Όχι, σοβαρολογώ! Έχω πάει σε παραλία οργανωμένος και όμως ΠΑΛΙ δεν προλαβαίνω να κάνω απευχή! Μένω απλά να θαυμάζω.» Συνεχίζω να χαχανίζω για να μ’ αποτελειώσει: «Ναι! Αφού να φανταστείς έχω βάλει και αριθμούς ώστε να μπορώ να φωνάξω “Το 3!”, “Το 27!”… Τίποτα. Ούτε αυτό δεν προλαβαίνω να κάνω!» Έχω απλά… χτυπηθεί στο γέλιο στην άμμο, ώσπου να τρέξουν δάκρυα αλμυρά.
Όμως τα τραγούδια που είν’, έτσι κι αλλιώς, ευχές μάς ακολουθούν ως αργά. Αγκαλιές και χάδια, ώσπου το «καληνύχτα» ακούγεται ανόρεχτα… Κανείς δεν το πιστεύει. Όχι γιατί η νύχτα δεν είναι ήδη καλή, αλλά γιατί κανείς δε θέλει, ουσιαστικά, να φύγει. Και τα τραγούδια μάς τραβούν λίγο ακόμα να κάτσουμε κάτω. Και τα βήματα μένουν λίγο ακόμα καρφωμένα στην άμμο. Και οι πετσέτες δύσκολα διακρίνονται. «Δε νυστάζω ακόμα!» δηλώνω σαν… κακομαθημένο. «Λίγη μπίρα τότε; Πιο ‘κεί…;». «Ναι». Ώσπου ο αέρας φυσάει τον πόνο να ‘ρθει ξανά να μ’ αγκαλιάσει και τρέμω απ’ τ’ αγκάλιασμα. «Τρέμεις, μωρέ; Πάμε.»
3.40 η επιστροφή, με την πετσέτα, την ψάθα, την μπλούζα με το αλάτι και στα μαλλιά μπερδεμένα κύματα, άμμος και χάδια. Καληνύχτα. Ένα χαμόγελο με μάτια κλειστά, ένα ευχαριστοφιλί σε ό,τι συνέβαλε για το αποψινό κι ένα ξεχωριστό, το πιο τρυφερό, για σένα. 
 
6.41 Ανάσα βιαστική πιο δυνατή κι από ξυπνητήρι. Συνειδητοποίησα ότι ο πόνος που με τυραννά τις τελευταίες δυο τρεις μέρες είναι ηπιότερος. «Να σηκωθώ, να δω την ανατολή!». Από πότε με ενθουσιάζει εμένα αυτή η ιδέα; Κι όμως. Νερό στο πρόσωπο το αλμυρό που έμεινε έτσι από χθες, ακολουθώντας κι αυτό την επιθυμία της καρδιάς να μείνει με την αλμύρα, να θυμάται, λες, όσο γίνεται περισσότερο, μη χαθεί ούτε μια στιγμούλα απ’ τη μνήμη. «Το λάπτοπ μου! Να γράψω ΤΩΡΑ!» Όχι, υπομονή. Πρώτα να ΔΕΙΣ την ανατολή! Την έπιασες από αυτό το βουνό να σου στέλνει την πρώτη καλημέρα.
ΚΑΛΗΜΕΡΑ!


Καινούρια μέρα
αχ!!!
Βουτιά τώρα! :)

Και κάτι από εκείνη τη νύχτα στην παραλία... ;) 

2.8.12

Συναντήσεις πριν την πανσέληνο






Πήρα πάλι το δρόμο τον περίεργο, με τις στροφές και τη θέα να κλέβει το βλέμμα και έφτασα στη γνωστή παραλία των παιδικών μου χρόνων. Απόφαση ξαφνική για διήμερο μοναξιάς. Και πού καλύτερα; Λίγο πριν την πρώτη πανσέληνο του Αυγούστου! Τέλεια! Όλες οι αποχρώσεις του μπλε μπροστά μου. Τελευταίες στροφές και... εδώ είμαστε!

Πρώτες κλασικές κινήσεις στο σπίτι: τραπεζάκια και καρέκλες έξω, άνοιγμα παντζουριών για πολύ φως και πάρα πολύ αέρα, τακτοποίηση όσων κρατώ, μαγιό, αντηλιακό, ψάθα, βιβλίο, πετσέτα και... πάμε να νιώσουμε το μπλε να μας τυλίγει. 

Αέρας πολύς, ως συνήθως. Ο λατρεμένος μου ευκάλυπτος σφυρίζει δυνατά ένα γρήγορο τραγούδι. Μια μπλε μελαγχολία απλώνεται γύρω μου. Συνεχίζω να κατηφορίζω προς το άλλο μπλε, το απέραντο, το ανήσυχο, το αεικίνητο. Και τότε, φιγούρες γνώριμες μπροστά μου! Οπ! Μα... μελαγχολία δεν τύλιγε το χώρο μου; 

Ένα όνομα αγαπημένο φεύγει ανυπότακτο απ' τα χείλη μου, ένα χαμόγελο απαντά στην πρόσκληση και μια αγκαλιά οικεία με τυλίγει μαζί με τη χαρά της συνάντησης! Οπ! Και η άλλη φιγούρα οικείο χαμόγελο και φιλί για το καλωσόρισμα. 

-Πλάκα μου κάνετε!!!
-Εμείς ή εσύ! Δεν περιμέναμε να σε δούμε εδώ! 
-Μόλις ήρθα, για διήμερο... 

Κι άλλες δυο φιγούρες οικείες κολυμπούν και χαίρονται που χαίρομαι. 

Τους παρακολουθώ να κολυμπούν, να ρωτάνε να μάθουν τα τελευταία νέα μου, να διαβάζουμε σιωπηλοί στην παραλία. Και πόσα χρόνια πίσω γυρνώ...! Τότε που με στριφογύριζαν στη θάλασσα με τα μπρατσάκια και τα κουβαδάκια μου. Που μ' έκαναν σβούρα στον αέρα και ξεκαρδιζόμουν! Που χώνονταν στο δωμάτιό μου, ενώ κοιμόμουν, για να αφήσουν τρυφεροφιλάκι καληνύχτας ή αποχαιρετισμού -άτιμη απόσταση! Που έστελναν να με φωνάξουν για να βρεθούμε όποτε κατέβαιναν Κρήτη. Που μου τραγουδούσαν "σ' αγαπώ γιατί είσ' ωραία" το βράδυ της μεγάλης θλίψης και απογοήτευσης μετά τα αποτελέσματα των Πανελλαδικών! Που στα δύσκολα μιλάμε με το βλέμμα! Που με φωνάζουν "κωλόπαιδο", σταθερά, από τότε! Που με βγάζουν βόλτα και με κερνούν μπίρες! Που με κάνουν να χαμογελώ και να αισθάνομαι τυχερή που τους έχω.

Μ' αφήνουν λίγο αργότερα μόνη στην παραλία να διαβάζω και να κοιτώ το φεγγάρι να εμφανίζεται, ολοστρόγγυλο, πάνω απ' το Λιβυκό. Αχνό, άχρωμο στην αρχή. Δειλό λες. Μα όσο η ώρα προχωρά τόσο θλίβεται και χλομιάζει με μια ήρεμη σιγουριά για την ομορφιά του. Διαβάζω. Κοιτώ μπροστά μου το ατέλειωτο γαλάζιο, ώσπου το φεγγάρι ανεβαίνει αρκετά ψηλά και φωτίζει τη μοναξιά μου. 

Πίσω στο σπίτι. Να γίνω όμορφη για τη βόλτα που μου 'ταξαν οι τέσσερις κύριοι. "Μικρούλι, θα σε δούμε αργότερα, έτσι;". Φυσικά. Χαμογελώ. Ακόμα "μικρούλι" σκέφτομαι... Χαμογελώ περισσότερο. 
-Έτοιμη! Πού θα με πάτε;;;
-Ποτάκι;
-Ποτάκι!

Ως αργά. Πολύ. 

"Ξενυχτάμε το κοπέλι απόψε, το καταλάβατε;".  Γελώ δυνατά. Εγώ τους ξενυχτάω!!! Και πολύ μ' αρέσει! χαχαχαχαχα! 

Επόμενο... πρωί στο άδειο σπίτι. Άδειο; Τς. Γεμάτο. Με ήχους, εικόνες, μουσικές, παρέες, σκέψεις, παρουσίες, απουσίες, όλα εκεί. Τι άδειο; Πώς άδειο; Γνώριμες κινήσεις και πάλι. Πλύσιμο, γάλα -πάντα κρύο- σταυρόλεξο, τετράδιο και στυλό έξω, στην πίσω αυλή.




Πάλι κουτάκια που φυλακίζουν γνώσεις. Αγαπημένη συνήθεια! Μα τώρα ξαφνικά... αυτά τα κουτάκια που προσπερνάμε και αφήνουμε πίσω χωρίς πολύ παίδεμα γιατί μου δημιουργούν ερωτηματικά; Αυτά τα κενά από "κάτι που ήξερα αλλά αδυνατώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου", από κάτι που "δεν ξέρω", γιατί μένουν εκεί καταμεσής και ορθώνονται απειλητικά; Σε τι μονοπάτια οδηγούν τη σκέψη μου; Πόσα κενά κουτάκια υπάρχουν και πότε θα 'μαι σε θέση να τα συμπληρώσω; Τώρα τι; Νέος φόβος; Ή παλιός που τώρα γίνεται συνειδητός και μπαίνει σε λέξεις; Αυτές οι λέξεις! Που βιάζομαι, τελευταία, να κρατώ όπου σταθώ κι όπου βρεθώ...! 

Όμως φτάνει για τώρα. Η θάλασσα μπροστά μου κι εγώ... πληκτρολογώ με μανία. Οι αγαπημένες φιγούρες κολυμπούν ήδη. Χρειάζομαι, επειγόντως, μια... δροσεροαγκαλιά απ' αυτές που μ' έκαναν μικρή κι εγώ φώναζα: "Είσαι κρύυυυυυυυυυυοοοοοοοοοοοοοοςςςςς!" για να πάρω τη, δήθεν θιγμένη, απάντηση: "Όχι και 'κρύος', ρε Μαριλάκι! Απλά... δροσερός!" :))))) 

πανσέληνος 2.8.12

πανσέληνος 2.8.12

Θέα απ' την ταράτσα