webzobbie's attack

Της πέτρας της υπομονή βάλε στο νου θεμέλιο κι ό,τι θα πεις με το θυμό, πες το, καλλιά, με γέλιο!

7.4.13

Λύκε, λύκε...








 Χιχιιιιιιιιιιιιιιιιιι!!!!!!!!!!! Κούκλος είναι, ο γλυκός μου! Κούκλος!!! :):):):) 

2.4.13

Φτου ξελευθερία!

Μια και τέλειωσε ο διαγωνισμός και το κείμενο όχι μόνο δεν επιλέχτηκε αλλά δεν θα μάθω και ποτέ τη σειρά κατάταξής του στα 1.469 που μαζεύτηκαν, ήρθε η ώρα να πάρει τη θέση του στο μπλογκί μου με αριθμό ανάρτησης 369. Το κείμενο γράφτηκε με 11 δοσμένες λέξεις, που εδώ εμφανίζονται με έντονα γράμματα, και με τον περιορισμό των 1.000 λέξεων.



Πρώτη Σεπτέμβρη. Οδηγώ για τη δουλειά. Ανόρεχτα, βαριεστημένα. Ένας φόβος σφίγγει τη φετινή χρονιά και την καρδιά μου. Το ραδιόφωνο ανοιχτό, όπως πάντα, μα η μουσική, αυτή τη φορά, δε φτάνει ως τα αφτιά μου. Άλλες σκέψεις φωνάζουν και καλύπτουν κάθε πιθανότητα διαφυγής. Το αγαπημένο μου μυτερό βουνό που υψώνεται σαν πυραμίδα μπροστά μου με κάνει να χαμογελάσω. Ένα βαμβακερό μακρύ σύννεφο έχει γαντζωθεί στην κορυφή του και κάνει το καλόκαρδο βουνό να μοιάζει με θυμωμένο ηφαίστειο. «Ό,τι και να κάνεις, είσαι όμορφο!», του φωνάζω πίσω απ’ το παρμπρίζ. Χελιδόνια φτεροκοπούν βιαστικά μπροστά από το αυτοκίνητό μου, μόλις λίγα εκατοστά πάνω από το χώμα. Το χαμόγελο ξεθωριάζει στα χείλη μου. «Σκουπίζουν το καλοκαίρι, να φύγει, να έρθει το φθινόπωρο να στρώσει χαλιά τις αναμνήσεις μας.», σκέφτομαι κι αστραπιαία ένα μαγικό χαλί με απογειώνει και με παίρνει μαζί του.
 Το αυτοκίνητο εξαφανίζεται, μαζί κι ο δρόμος κι ο προορισμός. Το ιπτάμενο μαγικό χαλί με ταξιδεύει πάνω από την αγαπημένη μου παραλία του νότου, αυτή με τις αγκαλιές, τα τραγούδια και τις φλύαρες σιωπές στην άμμο. Με την κρυστάλλινη θάλασσα και τις ανατολές των δύο πανσελήνων του προηγούμενου μήνα. Με τη βροχή των αστεριών και τις ευχές να ίπτανται πάνω από τα κεφάλια μας, έτοιμες να πέσουν πάνω μας και να μας γεμίσουν αστερόσκονη κι ευτυχία. Κοιτάζω κάτω, σκυμμένη στην άκρη του χαλιού μου, κρατώντας γερά τα κρόσσια του, μη ζαλιστώ, πέσω και χάσω τη μαγεία. Όλα είναι ακόμα εκεί· ψάθες, πετσέτες, βιβλία ανοιχτά με τις σελίδες παραδομένες στα καπρίτσια του αέρα, η παρέα με τα βλέμματα ανασηκωμένα στον ουρανό και τα χέρια ανάερα να δείχνουν προς το μέρος μου. «Εεεε! Γεια σας!», χαιρετώ κουνώντας και τα δυο χέρια και ξεφωνίζοντας σαν τρελή. Όμως κανείς δε φαίνεται να με βλέπει. Ούτε καν εκείνος που μου μάθαινε να αναζητώ τη Μικρή και τη Μεγάλη Άρκτο και μου έδειχνε το γαλαξία ξαπλωμένος στα πόδια μου. Κανείς. Κάτι άλλο κοιτούν. Μόνο τα τετράχρονα δίδυμα ανασηκώνουν τα κεφαλάκια προς τα πάνω και χαμογελούν πονηρά σκουντώντας το ένα το άλλο. Λες; Χαμογελώ πλατιά και τους στέλνω φιλί. Κι εκείνα, σκώντας στα γέλια, συνεχίζουν να κοιτούν ψηλά και να λικνίζονται στο ρυθμό που ο μπαμπάς τους παίζει στο ούτι.
«Μενεξέδες και ζουμπούλια και θαλασσινά πουλιά…» ακούγεται από πολύ κοντά μου και, σαν να ‘ταν ξόρκια μαγικά, το ιπτάμενο χαλί εξαφανίζεται στη στιγμή κι εγώ βρίσκομαι πάλι καθισμένη στο αυτοκίνητό μου να οδηγώ προς τη δουλειά. Όμως πριν προλάβω να ισιώσω όπως όπως τα μαλλιά μου που είχαν γεμίσει αέρα κι αλάτι από την καλοκαιρινή μου πτήση, ένα κόκκινο τριαντάφυλλο ανθίζει στο φανάρι, με κοιτά κατάματα και μου χαμογελάει. «Μη φοβάσαι να πετάς», μου λέει στο αφτί πλησιάζοντας το ανοιχτό παράθυρο και συνεχίζει το τραγούδι: «…αν ιδείτε το πουλί μου χαιρετίσματα πολλά»… 
Το τραγούδι διακόπτει ένα λαχανιασμένο κορνάρισμα και το κόκκινο τριαντάφυλλο χάνεται από τα μάτια μου. Στη θέση του, σβηστός, αυστηρός κι ασάλευτος ο κόκκινος σηματοδότης. Βάζω ταχύτητα και ξεκινώ για τον προορισμό μου μπερδεμένη. «Τι εννοούσε;», σκέφτομαι, ενώ με την άκρη του ματιού μου βλέπω ένα πράσινο μελισσάκι να με χαιρετά. «Άλλο πάλι και τούτο!»…
Η διαδρομή οικεία και αναμενόμενη. Τίποτα δεν έχει αλλάξει εδώ και τόσα χρόνια. «Άντε ξανά τα ίδια, τα ίδια απ’ την αρχή», ακούγονται οι αγαπημένες μου φωνές από το ραδιόφωνο. Οδηγώ σταθερά με τους στίχους του τραγουδιού να μου κάνουν παρέα, ώσπου, ξαφνικά μια τεράστια, βαθιά λακκούβα ξεφυτρώνει μπροστά μου. «Να πάρει!», φωνάζω στρίβοντας απότομα δεξιά το τιμόνι. Κι από τον αριστερό καθρέφτη βλέπω να ξεπροβάλουν από το χείλος της λακκούβας χειρονομώντας δυσαρεστημένοι που δε με κατάπιαν οι φόβοι μου κι οι ανασφάλειές μου. Η Αποτυχία τραβάει τα μαλλιά της βρίζοντάς με. Το πρόσωπό της έχει χαραγμένη πάνω του την αποστροφή. Και τι περίεργο, σε κάθε κίνησή της νέα κεφάλια ξεπετιούνται και νέα χέρια φυτρώνουν και σηκώνονται απειλητικά. Μια βλαστήμια φεύγει απ’ τα χείλη μου και συνοφρυωμένη συνεχίζω ακάθεκτη την πορεία μου. Στην κορυφή της τελευταίας ανηφόρας παραταγμένες δεξιά κι αριστερά με χαιρετούν οι επιθυμίες μου. Σταματώ, ανοίγω περισσότερο το παράθυρο να πάρω αέρα, ανακουφισμένη που δεν έπεσα σε εκείνη τη φοβερή λακκούβα. Η Ικανοποίηση μου χαμογελάει, η Επιτυχία των Στόχων μού κλείνει το μάτι, το Χαμόγελο των Μαθητών και η Εμπιστοσύνη που το έχει πάρει σφιχτά αγκαλιά επιβιβάζονται στο πίσω κάθισμα κι εγώ παίρνω θάρρος και συνεχίζω για το σχολείο. Έχω μια ενδόμυχη βεβαιότητα ότι καμιά άλλη περίεργη λακκούβα δεν θα υπάρξει παρακάτω στη διαδρομή και πατάω αποφασιστικά γκάζι.
Σε μερικά λεπτά βρίσκομαι έξω από το σχολείο. «Εμπρός, πάμε», λέω στους συνεπιβάτες μου και κατεβαίνουμε παρέα από το αμάξι. Η πόρτα της αυλής είναι ανοιχτή μα κανένα παιδί δεν υπάρχει τριγύρω. Μια εκκωφαντική ησυχία καλύπτει τσιρίδες, τρεχαλητά, ξεφωνητά, μαλώματα και παιχνίδια. Κοιτώ τους ζωγραφισμένους τοίχους. «Καλημέρα, κύριε Λαγέ!», λέω έξω από το Α2. «Καλή αρχή, παπάκια μου!», εύχομαι περνώντας από το Α1. «Βάλε την ουρίτσα σου, πιθηκάκι μου, να γλιτώσουμε από τις πολλές διαολιές!», ψιθυρίζω μπροστά από το Α3. Φτάνοντας έξω από το Β1 σταματώ. Ο φόβος πάλι νιώθω να σφίγγεται γύρω από την καρδιά μου. «Γοργονίτσα, φιλενάδα μου, τόσα χρόνια μαζί… κάνε να πάει αυτή η χρονιά καλά! Πέρσι… κοντέψαμε να πνιγούμε. Ελπίζω φέτος να βρούμε εύκολα τη στεριά κι ο Πρίγκιπας να είναι αντάξιος των θυσιών μας! Αχ, Γοργονίτσα μου! Ας μη μας αφήσει άφωνους αυτό μας το ταξίδι. Κι αν το κάνει, ας είναι από θαυμασμό για ό,τι όμορφο καταφέραμε.»…
Ήχος γνώριμος ακούγεται πριν η Γοργόνα του τοίχου απαντήσει. Ήχος γνώριμος και αντιπαθητικός, φιμωμένος εδώ και δυο μήνες. Απλώνω το χέρι να προλάβω, να σταματήσω το θόρυβο, να ακούσω τη Γοργόνα. Μάταια. Μόνο το χαμόγελό της παραμένει καθησυχαστικά σχηματισμένο στο μυαλό μου ενώ στραγγαλίζω το ξυπνητήρι, να πάψει να ουρλιάζει. Ανοίγω τα μάτια και κοιτάω το ρολόι· δείχνει κιόλας 7.00. «Τι ήταν πάλι τούτο;», λέω ενώ σηκώνομαι από το κρεβάτι. Καθώς πλένω το πρόσωπό μου στο μπάνιο μού φαίνεται πως ένα Στρουμφάκι σφυρίζει ζωηρά μέσα από τον καθρέφτη: «Μη με ξυπνάς απ’ τις 6.00…». «Πρέπει να κόψω τα πολλά παραμύθια!», μου γελώ κατάμουτρα ανοίγοντας το ψυγείο και αναζητώντας το κουτί με το γάλα

8/9/2012