webzobbie's attack

Της πέτρας της υπομονή βάλε στο νου θεμέλιο κι ό,τι θα πεις με το θυμό, πες το, καλλιά, με γέλιο!

8.3.14

Φτου στο μάτι το κακό


Ναι, ξέρω, δεν μου πάνε οι Απόκριες! Μία εβδομάδα στο κρεβάτι, με πυρετό, βήχα, μπούκωμα, αλλά το χειρότερο... με ένα διαλυμένο πέλμα. "Πελματιαία απονευρωσίτιδα" είπε ο γιατρός και σύστησε 4 μέρες απόλυτη ξεκούραση. Όσο όμως οι μέρες περνούσαν και το πόδι έκανε τα δικά του... μικρά βήματα προς τη βελτίωση, ο κυρ Πυρετός με τον κυρ Βήχα και την κυρα-Μυξούλα... μπαστακώθηκαν πάνω απ' το κεφάλι μου. Και με κατάντησαν έτσι. 

Η μόνη παραγωγή αυτών των ημερών αυτό το κείμενο της μιζέριας και της αρρωστουλίασης (με τις λέξεις από το βιβλίων των παιδιών μου): 

Είχα απλώσει το παζλ στο τραπεζάκι του χολ. Τα κομμάτια του σκόρπια μπροστά μου και δίπλα ο καφές αχνιστός με την μπουκιά το κέικ στο πιατάκι του. Το μυαλό μου αλλού, τα δάχτυλα τυλιγμένα γύρω απ’ το ζεστό φλιτζάνι, να παίρνουν ζεστασιά, να τη μεταδίδουν στο σώμα μήπως και το ζωντανέψουν. Πήγαινε ώρα που ταξίδευα μακριά, πέρα από το τοπίο που κομμάτι κομμάτι σχηματιζόταν μπροστά μου. Η τηλεόραση ανοιχτή μετέδιδε το ματς που μέρες τώρα περίμενες πώς και πώς να δεις κι έκανες σχέδια για μετατροπή του καθιστικού μας σε… κερκίδα γηπέδου: «Τα φιλαράκια, ρε μωρό μου, δεν γίνεται να δούμε το ματσάκι στην μούγγα…».
Ο μεγαλύτερος φόβος σου έπαιρνε σάρκα και οστά. Το ματσάκι στην μούγγα! Έκανα απόπειρα να χαμογελάσω με τη σκέψη μου και, προστατευτικά, στοργικά πολύ, μη θέλοντας να σου χαλάσω χατίρι, πήρα το γουόκμαν και συντόνισα τον αγαπημένο μας μουσικό σταθμό, να ντύσω το ματς με μουσική. Αλλά… άδικος κόπος. Γουόκμαν! Ακουστικά, απομόνωση, πιο δυνατή ησυχία, πιο εκκωφαντική «η μούγγα»…
Πέταξα τα ακουστικά απ’ τ’ αφτιά μου και αναζήτησα το πακέτο με τα τσιγάρα. Μηχανική κίνηση βλαβερής συνήθειας του παρελθόντος που, καιρό τώρα, είχα πεισματικά αρνηθεί να συνεχίσω. «Άσε τις μαλακίες!» είπα και ταυτόχρονα το χέρι μου κινήθηκε στο μικρό ράφι κάτω από το γυάλινο τραπεζάκι. Το άλμπουμ με τις στιγμές των διακοπών μας που συμπληρώναμε ευλαβικά μετά από κάθε μας ταξίδι. Άνοιξα το πρώτο φύλλο και σε είδα να μου χαμογελάς περιπαιχτικά πάνω από το κλαδί ενός πλάτανου. Στο φαράγγι του Βίκου! Θυμάσαι; Δεύτερη σελίδα και αγκαλιαζόμαστε ξεκαρδισμένοι στις ράγες ενός τραμ. «Περπάτα να προλάβουμε το τραμ το τελευταίο» μου τραγουδούσες καθώς με τραβούσες ψιλοζαλισμένη απ’ τα κρασάκια στο Φάληρο. Δίπλα ακριβώς με τη μεγάλη σου λατρεία, «την κουκλάρα σου», «τη θεά σου». Την κοιτάς και τα μάτια σου φεγγοβολούν μέσα από το κράνος. «Ο έρωτας στα χρόνια της… ασφάλτου» σου ‘λεγα μισοαστεία μισοσοβαρά. Πού να ‘ξερα ότι θα σε κέρδιζε για πάντα; Δε συνέχισα το φυλλομέτρημα. Άφησα το άλμπουμ ανοιχτό και πετάχτηκα όρθια. «Στο γκαράζ» μουρμούρισα και κατέβηκα τρέχοντας τις σκάλες.
Ξαφνικά μου ‘χε έρθει η ιδέα. Κατέβηκα βιαστικά και χώθηκα ανάμεσα στις σκονισμένες χαρτόκουτες με τα αμέτρητα κόμικς και τα επίσης αναρίθμητα φιλμ. Θαύμασα λες και τα ‘βλεπα για πρώτη φορά. Σταμάτησα κοιτώντας τα αποχαυνωμένη. Πόσα φιλμ! Πάντα με μάλωνες για την προσκόλλησή μου στον παλιό, κλασικό και ταυτόχρονα μαγικό κόσμο των φιλμ. «Πληρώνουμε τόσα λεφτά για τις φωτογραφίες! Μήπως να ξεκολλήσεις πια απ’ αυτή την αρχαιολογία; Μια χαρά… μηχανάρα σου ‘κανε δώρο η μάνα σου τις γιορτές.» Δεν έλεγες να καταλάβεις πως η σταδιακή αποκάλυψη των στιγμών μας ήταν για μένα ταξίδι ολόκληρο. Επέμενες στην ευκολία της ψηφιακής εποχής. Όλα γρήγορα, άψυχα, πιξελωτά, απόμακρα.
Μια κούτα γύρισε και το περιεχόμενο απλώθηκε στα πόδια μου. Τα κόμικς μας! Εκείνα που διαβάζαμε ξαπλωμένοι ο ένας πάνω στον άλλο και ξεκαρδιζόμασταν παρέα. Και τι δεν θα ‘δινα να σ’ ακούσω ξανά να μου κάνεις τον Ντόναλντ! Έσκυψα και διάλεξα δύο από τα πιο αγαπημένα μας τεύχη. Έβαλα τα υπόλοιπα στην κούτα με προσοχή. Την τοποθέτησα με απαλές κινήσεις στη θέση της. Πήρα τα δυο περιοδικά και ανέβηκα ξανά στο καθιστικό.
Το ματς συνεχιζόταν. Κάποιοι πανηγύριζαν στις κερκίδες, όμως κανένας ήχος δεν έφτανε στο σπίτι μας, όπως μέρες τώρα. Κάθισα σταυροπόδι στο χαλί, παραμέρισα το παζλ, διάλεξα από το άλμπουμ μια φωτογραφία που ήμασταν οι δυο μας αγκαλιά μ’ εκείνο τον απίθανο κλόουν, στο Μόναχο, τότε που μόλις είχα μάθει τα νέα για την υποτροφία στην Αμερική. Μας είδε να χοροπηδάμε και να τσιρίζουμε και μας είχε πλησιάσει με τέτοιο ενθουσιασμό σαν να ‘ταν χρόνια φίλος μας και συμμεριζόταν τη χαρά μας. Όταν του είπες για ποιο λόγο ξεφώνιζα εκείνος έκανε μια υπόκλιση και μου φίλησε το χέρι φανερά συγκινημένος. Αλλά τι σου λέω; Δεν υπάρχει περίπτωση να το ‘χεις ξεχάσει.
Έπιασα το ψαλίδι της γιαγιάς, αυτό το μεταλλικό που έκοβε τέλεια κάνοντας θόρυβο, και άρχισα να κόβω περιμετρικά τις φιγούρες μας. Πρώτα εσένα, με τρυφερότητα και προσοχή μη σε πληγώσω, αρκετά πληγωμένο σε είδα την τελευταία φορά. Επειτα εμένα με μια περίεργη αίσθηση, λες και πρώτη φορά παρατηρούσα επιμελώς τον εαυτό μου ακολουθώντας μ’ ένα κοφτερό αντικείμενο το περίγραμμά μου… Για το τέλος άφησα τον κλόουν. Στεκόταν απόλυτα σοβαρός με τα χέρια του απλωμένα στους ώμους μας. Καθώς έκοψα τη φωτογραφία, έμεινε σαν τον Εσταυρωμένο, με τη θλιμμένη έκφραση πάνω απ’ τα δεκάδες χρώματα που τον τύλιγαν. Πήρα τις φιγούρες μας και τις τοποθέτησα σε ένα δισέλιδο του κόμικς μας. Μας πήγα στη Λιμνούπολη μέσα από ένα κολάζ. Πόσο το περιμέναμε αυτό το ταξίδι! Πόσον καιρό το σχεδιάζαμε, με πόσες προσδοκίες το ‘χαμε λούσει… Τον κλόουν μας τον έβαλα ανάμεσα στον Ντόναλντ και τον θείο Σκρουτζ που ήταν έτοιμοι για καβγά. Έτσι όπως είχε τα χέρια απλωμένα, ήταν λες και προσπαθούσε να τους χωρίσει. Εμένα με τοποθέτησα λίγο πιο πέρα, αγκαλιά με τον Πλούτο, σκασμένη στα γέλια απ’ το θέαμα που αντίκριζα. Κι εσένα… εσένα σ’ έβαλα σ’ ένα συννεφάκι, γελαστό κι ευτυχισμένο να αγναντεύεις όλη τη Λιμνούπολη από ψηλά και να μας προσέχεις όλους. 

7/3/14