Καινούρια μέρα
Η... κάθοδος |
Χθες, μέρα
γιορτής, είχα την υποχρέωση πες να φύγω από το Νότο. Να κινηθώ πιο βόρεια, να
αφήσω τη θάλασσά μου εδώ. Για λίγο, μου υποσχέθηκα. Μόνο για ένα εικοσιτετράωρο.
Ξύπνησα βίαια το πρωί. Νωρίς. Κάθιδρη από ένα περίεργο όνειρο και μια
επιτακτική ανάγκη να χωθώ σε μια αγκαλιά, που εκφράστηκε με παράπονο: «Γιατί
δεν είσαι εδώ τώρα;» Αποδέκτης του παραπόνου και πιστός παρηγορητής… ο πόνος.
Οξύς, γενικευμένος, να κάνει όσο γίνεται πιο αισθητή την παρουσία του. «Αγκαλιά
δε ζήτησες;» με περιγελά και με σφίγγει πάνω του. Πάλεψα να του ξεφύγω, μα όταν
είδα πως ήταν αδύνατο, παραδόθηκα. Κι αυτός, ξαφνιασμένος, λες, από την
παραίτηση, θιγμένος που ήμουν εύκολη υπόθεση για εκείνον, όλο και χαλάρωνε την
αγκαλιά, να μείνω πάλι μόνη.
«Θα πάω στη
θάλασσά μου, δε με σταματάς!», του πέταξα στα μούτρα με την ενδόμυχη επιθυμία
να μ' αφήσει ήσυχη. Απέραντο το μπλε χαλί του Λιβυκού. Ήρεμο, ατάραχο,
ευγενικό, πρόσχαρο, μαυλιστικό πολύ «Μείνε! Μείνε!» μου φωνάζει σαν Σειρήνα.
«Δεν μπορώ. Μα θα επιστρέψω σύντομα.» υπόσχομαι. Και δεν είναι μόνο η θάλασσα
που αποχαιρετώ. Είναι και ο άλλος, ο δύσκολος αποχαιρετισμός, αυτός που ‘χει
πρόσωπο αγαπημένο και χαμόγελα πολλά και σιωπές και χάχανα και παιχνίδια και
μαλώματα. Τελευταία φιλιά, τελευταία αγκαλιά και ένα αντίο απ’ τα γνωστά μας,
αυτά που λέγονται εύκολα, αλλά βιώνονται δύσκολα. Απ’ τα αντίο που σε
συνοδεύουν ως την εξώπορτα και σου στέλνουν ακόμα ένα φιλί, πετώντας το
κατευθείαν στην καρδιά σου.
Νωρίτερα απ’
ό,τι υπολόγιζα η επιστροφή. Το ίδιο κιόλας απόγευμα. Ξαναβλέπω τη γαλάζια
Σειρήνα να μου κλείνει το μάτι χαμογελώντας πίσω από τις τελευταίες στροφές.
«Να προλάβω. Να μη φύγει. Να τον δω ακόμα λίγο» κι ας είναι η φορά αυτή
αδυσώπητη. Κι ας με σκανάρει σιωπηλά απ’ την κορφή ως τα νύχια και ως μέσα στην
ψυχή μου. Μήνυμα καθ’ οδόν: «Το βιβλίο σου και στην παραλία. Δεν άντεξα χωρίς
Καστοριάδη και επιστρέφω!».
Χαμογελώ. Το
προηγούμενο βράδυ είχαμε μια μικρή αναπαράσταση-προσομοίωση της τάξης μου. Ένας
Δάσκαλος διαβάζει όμορφα σεμινάρια του Κορνήλιου Καστοριάδη για το πολίτευμα
της αρχαίας Αθήνας. Ένα Σπασικλάκι που ‘χει διαβάσει το… παρακάτω μάθημα και
κάνει σχόλια κάθε τρεις και λίγο διακόπτοντας. Ένα άλλο Σπασικλάκι που δεν έχει
διαβάσει το παρακάτω, αλλά έχει άποψη επί παντός επιστητού. Μια Αχαΐρευτη που παραμένει
αμίλητη, ακούει και δεν ακούει, αλλά όταν δεν ακούει είναι αλλού, σε άλλον
πλανήτη και ακούει τα… δικά της. Ένας ακόμα Πιο Αχαΐρευτος που κοιμάται στο
τελευταίο θρανίο αθόρυβα, ενίοτε και… θορυβωδώς. Και μια Μύγα, την οποία το
Σπασικλάκι Νο 1 σκοτώνει μ’ ένα αδιανόητα δυνατό χτύπημα του χεριού στο θρανίο,
πάνω ακριβώς που πέφτει η πιο βαριά πρόταση του εισηγητή. Εκεί ακριβώς οι Αχαΐρευτοι ξυπνούν βίαια στην πραγματικότητα, το Σπασικλάκι Νο2 ταράζεται και
χύνει το τσίπουρό του και ο Δάσκαλος ξαφνιασμένος και άφωνος παρατηρεί τα
τεκταινόμενα! Πόσο γελοία μπορεί να είναι μια τέτοια ανάλυση των όσων
ακούστηκαν; Πόσο γέλιο μπορεί να προκαλέσει μια ανάγνωση σεμιναρίου για ένα
τόσο σοβαρό θέμα;
«Τι θες εσύ
εδώ;!!» με γουρλωμένα μάτια. «Ε, δεν άντεξα χωρίς Καστοριάδη κι ήρθα!», γελάω.
«Ναι, αλλά σήμερα το τσίπουρο… δε νομίζω ότι θα μας επιτρέψει να ‘χουμε την
απαιτούμενη προσοχή σ’ αυτό…» η απολογία. «Ευτυχώς, Παναγιά μου, τη γλίτωσα!» η
αντίδραση και το χαχανητό.
Ψάθα και
πετσέτα ανάμεσα στα δυο σταθερά τρυφερά χαμογελαστά πρόσωπα της ζωής μου.
Και σιωπηρή συμφωνία για συμμετοχή όλων στην παρέα της παραλίας ως αργά πολύ,
με μπίρες, ένα ούτι, κάμποσες υπέροχες φωνές κι έναν ουρανό να βρέχει αστέρια!
Ούτε το φεγγάρι δεν τόλμησε να μας χαλάσει τη βραδιά, λες και θέλησε να μας
αφήσει ν’ απολαύσουμε τις τελευταίες ώρες σύσσωμης της παρέας, επιτρέποντάς μας
να μετρήσουμε ένα πεφταστέρι για τον καθένα μας. Πόσες ευχές!
«Ρε, μ#$%*α,
τόσα αστέρια έπεσαν, έκανες καμιά ευχή;»
«Όχι…»
«Βλέπεις;
Μένουμε να τα θαυμάζουμε και δεν κάνουμε ευχές. Δεν κάνουμε καν… απευχές!
Γιατί, ένας άνθρωπος που ‘ναι εντάξει κάνει ευχές, αλλά στο σημείο που ‘χουμε
φτάσει, είναι ώρα να κάνουμε απευχές! Και επειδή ΠΟΤΕ δεν προλαβαίνω να κάνω
απευχή, έχω φτιάξει έναν κατάλογο.» Χαχανίζω ήδη. Μου σφίγγει το γόνατο
συνεχίζοντας: «Όχι, σοβαρολογώ! Έχω πάει σε παραλία οργανωμένος και όμως ΠΑΛΙ
δεν προλαβαίνω να κάνω απευχή! Μένω απλά να θαυμάζω.» Συνεχίζω να χαχανίζω για
να μ’ αποτελειώσει: «Ναι! Αφού να φανταστείς έχω βάλει και αριθμούς ώστε να
μπορώ να φωνάξω “Το 3!”, “Το 27!”… Τίποτα. Ούτε αυτό δεν προλαβαίνω να κάνω!»
Έχω απλά… χτυπηθεί στο γέλιο στην άμμο, ώσπου να τρέξουν δάκρυα αλμυρά.
Όμως τα
τραγούδια που είν’, έτσι κι αλλιώς, ευχές μάς ακολουθούν ως αργά. Αγκαλιές και
χάδια, ώσπου το «καληνύχτα» ακούγεται ανόρεχτα… Κανείς δεν το πιστεύει. Όχι
γιατί η νύχτα δεν είναι ήδη καλή, αλλά γιατί κανείς δε θέλει, ουσιαστικά, να
φύγει. Και τα τραγούδια μάς τραβούν λίγο ακόμα να κάτσουμε κάτω. Και τα βήματα
μένουν λίγο ακόμα καρφωμένα στην άμμο. Και οι πετσέτες δύσκολα διακρίνονται.
«Δε νυστάζω ακόμα!» δηλώνω σαν… κακομαθημένο. «Λίγη μπίρα τότε; Πιο ‘κεί…;».
«Ναι». Ώσπου ο αέρας φυσάει τον πόνο να ‘ρθει ξανά να μ’ αγκαλιάσει και τρέμω
απ’ τ’ αγκάλιασμα. «Τρέμεις, μωρέ; Πάμε.»
3.40 η
επιστροφή, με την πετσέτα, την ψάθα, την μπλούζα με το αλάτι και στα μαλλιά
μπερδεμένα κύματα, άμμος και χάδια. Καληνύχτα. Ένα χαμόγελο με μάτια κλειστά,
ένα ευχαριστοφιλί σε ό,τι συνέβαλε για το αποψινό κι ένα ξεχωριστό, το πιο
τρυφερό, για σένα.
6.41 Ανάσα
βιαστική πιο δυνατή κι από ξυπνητήρι. Συνειδητοποίησα ότι ο πόνος που με
τυραννά τις τελευταίες δυο τρεις μέρες είναι ηπιότερος. «Να σηκωθώ, να δω την
ανατολή!». Από πότε με ενθουσιάζει εμένα αυτή η ιδέα; Κι όμως. Νερό στο πρόσωπο
το αλμυρό που έμεινε έτσι από χθες, ακολουθώντας κι αυτό την επιθυμία της
καρδιάς να μείνει με την αλμύρα, να θυμάται, λες, όσο γίνεται περισσότερο, μη
χαθεί ούτε μια στιγμούλα απ’ τη μνήμη. «Το λάπτοπ μου! Να γράψω ΤΩΡΑ!» Όχι,
υπομονή. Πρώτα να ΔΕΙΣ την ανατολή! Την έπιασες από αυτό το βουνό να σου
στέλνει την πρώτη καλημέρα.
ΚΑΛΗΜΕΡΑ!
Καινούρια μέρα |
αχ!!! |
Και κάτι από εκείνη τη νύχτα στην παραλία... ;)
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home