webzobbie's attack

Της πέτρας της υπομονή βάλε στο νου θεμέλιο κι ό,τι θα πεις με το θυμό, πες το, καλλιά, με γέλιο!

24.9.06

Μαγ-η-κές συναντήσεις


Τέλη φθινοπώρου και όμως η μέρα εκείνη δεν έμοιαζε καθόλου φθινοπωρινή. Ο ήλιος, λες και ήθελε να επανορθώσει για την απουσία του που μούσκεψε τα σπίτια, τις αυλές και τις καρδιές μας τις προάλλες, είχε βγει λαμπερός και σκορπούσε ζεστά χαμόγελα παντού. Ένιωσα την ανάγκη να πάω μέχρι την παραλία και να περπατήσω στην ακροθαλασσιά. Ήθελα πολύ να ξανανιώσω αυτή την αίσθηση των βρεγμένων βότσαλων στα γυμνά μου πόδια, την οποία μου είχε στερήσει βίαια η ξαφνική κακοκαιρία και η διακοπή των μπάνιων μου. Και όντως, έκανα την επιθυμία μου πραγματικότητα.

Το απόγευμα μπήκα στο αυτοκίνητό μου και κατευθύνθηκα προς την πλησιέστερη παραλία. Θαύμα! Ο ήλιος έπαιζε με το ήρεμο νερό της θάλασσας και το γέλιο τους σκορπούσε τριγύρω λαμπερά κρυσταλλάκια. Περπατούσα αργά, κρατώντας στα χέρια τα παπούτσια μου. Κοιτούσα το υπέροχο γαλάζιο να απλώνεται μπροστά μου και το μυαλό μου ταξίδευε. «Θέλω», «πρέπει», «γιατί», «μπορώ» προσπαθούσαν να μπουν σε τάξη στο κεφάλι μου, παρακινημένα λες από το παιχνίδισμα του ήλιου με την επιφάνεια της θάλασσας. Όμως δύσκολο να βρει το καθένα τη θέση του στο μυαλό μου και ο καβγάς τους για την πρωτιά με κούρασε. Έτσι, αποφάσισα να καθίσω σε κάτι βραχάκια και να ζητήσω από το ηλιοβασίλεμα να με βοηθήσει στην ταχτοποίηση του μυαλού μου.

Ακούμπησα τα παπούτσια μου στην άμμο, στη βάση του αρμυρού βράχου και ετοιμαζόμουν να καθίσω όταν ακούστηκε μια ψιλή φωνούλα: «Μηηηη! Τι πας να κάνεις;». Ξαφνιάστηκα. Κοίταξα γύρω μου, όμως δεν υπήρχε ψυχή. «Ε! πού κοιτάς; Εδώ!» ξανακούστηκε η φωνούλα η οποία σαν να ερχόταν μέσα από το βράχο στον οποίο ετοιμαζόμουν να θρονιαστώ! «Ναι, εδώ! Εγώ σου μιλάω!» συνέχισε η φωνή και τότε, διέκρινα ένα μικροσκοπικό ανθρωπάκι, όχι μεγαλύτερο από ένα μολύβι ξυσμένο 76 φορές. Ήταν αρκετά αστείο, όχι τόσο λόγω του ύψους του, αλλά, κυρίως, λόγω της περίεργης φορεσιάς του. Είχε μυτερά αφτάκια, πανέξυπνα μαύρα μάτια, μαύρα μαλλιά που ξετρύπωναν από ένα πράσινο σκουφί και μια κοκκινωπή σουβλερή μυτίτσα. Φορούσε μια ολόσωμη ριγέ φόρμα που του έφτανε ως τη μέση της γάμπας και το έκανε να δείχνει κοντότερο απ’ ό,τι ήταν.

Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω την περιέργειά μου και ρώτησα σχεδόν γελώντας: «Τι είσαι εσύ;». Ελαφρώς θιγμένο το ανθρωπάκι μού απάντησε: «Μα, ξωτικό βέβαια! Τι άλλο;». «Και τι θες εδώ;», συνέχισα τις αδιάκριτες ερωτήσεις μου. «Παραπάτησα και έπεσα από τον πλανήτη μου. Είμαι τυχερό που δεν έσπασα κανένα κόκαλο πέφτοντας.» Έμεινα να το κοιτώ σαστισμένη. Όμως ήθελα να μάθω κι άλλα γι’ αυτό το περίεργο πλάσμα. Έτσι, συνέχισα την ανάκριση: «Από τον πλανήτη σου; Ποιον πλανήτη σου;». «Μα, από τον πλανήτη Μάγη. Δεν τον έχεις ακουστά;», με ρώτησε εκείνο. Όμως θα είδε τη σαστιμάρα στο πρόσωπό μου και έτσι συνέχισε χωρίς να περιμένει άλλη απάντηση: «Στον πλανήτη Μάγη ζούμε εμείς τα ξωτικά κάνοντας το μοναδικό μαγικό που ξέρουμε: Αφήνουμε απραγματοποίητες όλες τις ευχές!».

Ομολογώ ότι η εξήγηση με απογοήτευσε λιγάκι. Πρώτη φορά έβλεπα ξωτικό και δεν περίμενα να ξέρει ένα μονάχα μαγικό και μάλιστα τόσο μελαγχολικό! Η απογοήτευση σύντομα μετατράπηκε σε οργή. «Πώς είναι δυνατό;» φώναξα, σχεδόν, στο ξωτικό. «Τι σόι κατοίκους μπορεί να έχει αυτός ο πλανήτης;» Φαντάστηκα τα πρόσωπά τους. Μελαγχολικά και απογοητευμένα καθώς καμιά επιθυμία ή ευχή τους δε θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Πλάσματα καταδικασμένα να ζουν χωρίς όνειρα. Μα πώς είναι δυνατό να ζει κανείς χωρίς όνειρα;

Το ξωτικό μάλλον κατάλαβε την απογοήτευσή μου και θέλησε να τη διασκεδάσει. «Δεν είναι, δα, και τόσο τραγικά τα πράγματα!» είπε. «Εξάλλου, η συνήθεια είναι μεγάλη δύναμη! Οι κάτοικοι του πλανήτη Μάγη ζουν χωρίς να ονειρεύονται. Δεν κάνουν σχέδια για το μέλλον, δεν εύχονται, ας πούμε, «Καλή τύχη» στους φίλους τους, δε μιλούν για τις επιθυμίες τους, γιατί, πολύ απλά, γνωρίζουν ότι δεν πρόκειται να επιτρέψουμε να πραγματοποιηθούν οι ευχές τους. Αν επιτρέπαμε κάτι τέτοιο, εμείς τα ξωτικά θα μέναμε άνεργα, θα κατεβαίναμε σε απεργίες και θα κάναμε κινητοποιήσεις προκειμένου να καταφέρουμε να ζήσουμε τις οικογένειές μας.» συνέχισε το ξωτικό και λέγοντας αυτά, έβγαλε απ’ τη ριγέ φορμίτσα του και μου έδειξε κάτι σαν μικροσκοπική φωτογραφία με άλλα δύο ξωτικά, το ένα απ’ αυτά όχι ψηλότερο από μισό σπίρτο. Κατάλαβα ότι επρόκειτο για το παιδί του. Ένα παιδί καταδικασμένο να μη δει καμιά επιθυμία του να πραγματοποιείται, ή, ακόμα χειρότερα, ένα παιδί που δεν θα είχε καμία όρεξη να κάνει ευχές. Η θλίψη πήρε τη θέση της στο πρόσωπό μου. Μα το ανθρωπάκι το κατάλαβε και συνέχισε.

«Γιατί λυπάσαι; Στον πλανήτη μου, μπορεί να μην πραγματοποιείται καμία ευχή, όμως, οι κάτοικοί του είναι ευτυχισμένοι. Μη σου φαίνεται αδύνατο. Έχουν συνηθίσει να στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις και να πραγματοποιούν οι ίδιοι τις επιθυμίες τους, πριν καλά καλά τις εκφράσουν ως ευχές. Έτσι, κανείς δε μένει παραπονεμένος. Οι κάτοικοι του πλανήτη Μάγη ζουν ευτυχισμένοι απολαμβάνοντας την κάθε στιγμή που περνά και εμείς τα ξωτικά δεν πεθαίνουμε της πείνας! Μόνο οι τεμπέληδες έχουν ένα μικρό προβληματάκι… Εκείνοι δε δουλεύουν και έτσι οι σκέψεις τους προλαβαίνουν να εκφραστούν ως επιθυμίες και ευχές. Και τότε, καταλαβαίνεις, τα πράγματα γι’ αυτούς είναι δύσκολα. Κυκλοφορούν θλιμμένοι, κακόκεφοι, με βλέμμα κενό. Όλο αναστενάζουν. Όμως, ποιος τους φταίει; Κατά τα άλλα, είμαστε πολύ ζωντανός λαός. Με κέφι, χιούμορ, εξυπνάδα. Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου να δεις και μόνη σου;»

Αυτή την τελευταία πρόσκληση, ίσα που την άκουσα. Είχα ήδη παραδοθεί στις σκέψεις μου και συνειδητοποιούσα ότι ο Μάγος αυτός είχε καταφέρει μια χαρά να βάλει σε τάξη το μυαλό μου. Φόρεσα βιαστικά τα παπούτσια μου και πετάχτηκα από το βράχο. «Καλό σου απόγευμα, Μάγε!» ευχήθηκα πραγματικά στο ξωτικό, παρόλο που ήξερα ότι γι’ αυτό ήταν κενές λέξεις. Ήθελα πολύ να το φιλήσω, αλλά ήταν τόσο μικρούλι που τρόμαξα μήπως το πληγώσω, άθελά μου. Έτσι, του έστειλα ένα γλυκό φιλί και έφυγα χαρούμενη περπατώντας ανάλαφρα. Το ξωτικό έμεινε να με κοιτά να κυνηγώ το πορτοκαλί ηλιοβασίλεμα και ποιος ξέρει τι σκέψεις θα έκανε για την αλλόκοτη Γήινη…

11.9.06

Από τα παιδιά του Γ2 (συνέχεια)


Σ' ένα πάρκο μες στην πόλη
ζούσε ένα μικρό δεντράκι
που το λέγαν Πρασινάκη.
Ένα μικρό πουλί
καθότανε σ' ένα κλαδί
και κελαηδούσε ωραία
μαζί μ' όλη την παρέα.

Το δεντράκι είχε φίλους
άλλα ζώα και πουλιά
που του κράταγαν παρέα
μέρα νύχτα με χαρά.

Ξάφνου ήρθαν φορτηγά
με σκουπίδια πάρα πολλά.
Το δεντράκι είπε: "Ο!
Τι σκουπίδι είν' αυτό!"

"Σίγουρα θα μολυνθούμε
απ' αυτή τη συμφορά
και στον ίσκιο δε θα παίζουν
τα καημένα τα παιδιά."

Τότε φύγαν τα πουλιά
μακριά απ' τη βρομιά
κι έμεινε ο Πρασινάκης
μόνος του στην ερημιά.

"Δεν αντέχω άλλο πια.
Θα με φάει η βρομιά!
Σπασμένα μπουκάλια,
χαρτάκια πολλά,
γδαρμένες ρόδες
και άλλα πολλά!"

"Πώς θα ζήσω μ' όλ' αυτά;
Τα σκουπίδια είναι πολλά
κι εγώ μόνος απορώ
πώς θα γίνει να σωθώ."

Πέρασε λίγος καιρός
και να! ήρθε ένας πεζός
και αντίκρισε το δέντρο
που στεκόταν μαραμένο.

Το λυπήθηκε αρκετά
και του είπε δυνατά:
"Θα πάω να βρω βοήθεια
να μαζέψω τα σκουπίδια.
Το δεντράκι να καρπίσει
κι οξυγόνο να χαρίσει."

Και τότε άνθρωποι πολλοί
μικρά παιδιά και γέροι
απόφαση πήραν τρανή
να βάλουν ένα χέρι.

Σκουπίδια να μαζέψουνε
να σώσουνε το πάρκο
να γίνει πάλι καθαρό
χαρά πολλή γεμάτο.

Μη φοβάσαι Πρασινάκη
μπορεί να 'μαι μικρό παιδάκι
πίστεψε όμως μπορώ
να βοηθήσω και εγώ.

Υπόσχομαι να 'μαι καλό
το πάρκο να προσέχω
και τα χαρτάκια που κρατώ
στον κάδο να πηγαίνω.

Επίσης, τακτικά νερό
θα φέρνω σου να πίνεις
και την ωραία σου δροσιά
σ' εμάς θε να χαρίζεις.


Δημιουργοί τα παιδιά της Γ2' τάξης Δημοτικού του Παλλάδιου Ιδιωτικού Σχολείου Ιωαννίνων, 2004 - 2005 :

Άντα Λ.
Δημήτρης Μ.
Ευτυχία Τ.
Σοφία Π.
Βασίλης Β.
Αλέξανδρος Τ.
Γιάννης Χ.
Ηρώ Γ.
Μαρία Λ.
Έλενα Β.
Χρήστος Κ.

Από τα παιδιά του Γ2...



Ο Ρούλης ο Ψαρούλης
κολυμπούσε στα ρηχά
κι είδε μια μικρή κηλίδα
με πετρέλαιο εκεί κοντά.

Κολυμπούσε κατά 'κεί
και συνάντησε το Λη
που του είπε: "Τι βρομιά!
Φίλε, κολυμπάς σ' αυτά;;;;"

Ο Ψαρούλης πήρε θάρρος
και του είπε δυνατά:
"Έχεις δίκιο φίλε Λη,
η βρομιά είναι πολλή!
Κάτι πρέπει να σκεφτούμε
ειδαλλιώς θα σκοτωθούμε!
Η ρύπανση μεγάλη
κι εμείς πολύ μικροί
ας πάμε σ' άλλη ακρογιαλιά
κι ας ζήσουμε εκεί."

"Όχι φίλε μου Ψαρούλη!
Λέω να μείνουμε εδώ.
Να κάνουμε επανάσταση,
να υψώσουμε πανό!

Να φωνάξουμε και φίλους
να βοηθήσουνε κι αυτοί
να πάμε κόντρα στους ανθρώπους
να μην τους δίνουμε τροφή.

Οι άνθρωποι να ρίχνουν δίχτυα
κι εμείς να δίνουμε σκουπίδια!
Έτσι θα καταλάβουν
πόσο κακό μας κάνουν!"

Και τότε το 'πανε στους άλλους
κι άλλοι το 'παν στους μεγάλους
Και μια εξέγερση τρανή
συγκλόνισε όλη μας τη γη.

Πανό, πλακάτ και φασαρία
"Όχι πια άλλα σκουπίδια!"
"Θέλουμε σπίτι καθαρό
για να ζούμε πάντα εδώ!"


Δημιουργοί τα παιδιά της Γ2' τάξης Δημοτικού του Παλλάδιου Ιδιωτικού Σχολείου Ιωαννίνων, 2004 - 2005 :

Άντα Λ.
Δημήτρης Μ.
Ευτυχία Τ.
Σοφία Π.
Βασίλης Β.
Αλέξανδρος Τ.
Γιάννης Χ.
Ηρώ Γ.
Μαρία Λ.
Έλενα Β.
Χρήστος Κ.

3.9.06

e-διάλογοι



"Να σε πειράξω ή όχι;"

"Πείραξέ με να δεις τις αντιδράσεις μου!!!"

"Οχ! Πολύ… απειλητικό μου ακούστηκε αυτό… Καλά, αφήνω το πείραγμα. Για πες τη γνώμη σου… Να βάλω το παραμύθι μου στο blog ή μήπως θα ήταν προτιμότερο να διαγράψω το blog εντελώς; Δεν έχω τι να βάλω εκεί μέσα και πάνε τζάμπα οι σύνδεσμοι που έβαλαν κάποιοι μπλογκόφιλοι προς εμένα!"

"Μην αγχώνεσαι. Δούλεψε πολύ το λόγο σου και βάζε μικρά κείμενα. Ζουμερά, για να βουτάμε και λίγο…"


Όχι, δεν πρόκειται για ένα άμεσο διάλογο μεταξύ φίλων που πίνουν καφέ σε παραλιακή καφετέρια και έχουν, εμφανώς, χαλαρή διάθεση. Ούτε πρόκειται για ένα τηλεφωνικό διάλογο. Πρόκειται για ένα ηλεκτρονικό διάλογο, μεταξύ δυο ηλεκτρονικών φίλων. Ή όπως θα λέγαμε στη γλώσσα του web, πρόκειται για έναν e-διάλογο μεταξύ δύο e-φίλων. Τόσο απλά. Ή μήπως δεν είναι;

Το διαδίκτυο μπαίνει στη ζωή μας ολοένα και πιο επιτακτικά. Οι πληροφορίες είναι πολλές και ταξιδεύουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Για να τις παρακολουθήσει κανείς και να θεωρείται «εντός πραγματικότητας», για να μπορέσει να είναι ανταγωνιστικός σε επαγγελματικό επίπεδο, αλλά και αποδεκτός σε κοινωνικό επίπεδο, για να κατακτά τους στόχους του, θα πρέπει να ακολουθεί τις εξελίξεις αυτές, αναβαθμίζοντας διαρκώς όχι μόνο τον ηλεκτρονικό του υπολογιστή, αλλά και τις γνώσεις του γύρω από αυτόν.

Το διαδίκτυο προσφέρει τη δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας σε άτομα που βρίσκονται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Καθιστά πραγματική πλέον τη φράση «η γη μοιάζει με ένα μικρό πλανητικό χωριό». Ενώνει άτομα διαφορετικών φυλών και φύλων, διαφορετικών ηλικιών, εθνικοτήτων, θρησκειών, κουλτούρων, άτομα που, θα έλεγε κανείς, δε θα υπήρχε καμιά περίπτωση να συναντηθούν διαφορετικά και να επικοινωνήσουν. Με άλλα λόγια, το διαδίκτυο ή internet φαίνεται να εκμηδενίζει όλες τις αποστάσεις μεταξύ των χρηστών του.

«Έλα, εντάξει, τα ξέρουμε αυτά!». Είμαι όμως μόνο θετική η χρήση του διαδικτύου; Μήπως μας «βολεύει» και μας «κρύβει» καλά στον εαυτό μας; Μήπως μας απομονώνει στην ουσία από τους γύρω μας και μας στερεί τη χαρά της πραγματικής, της ανθρώπινης επικοινωνίας;

Η νέα μόδα του blogging, του ηλεκτρονικού ημερολογίου, ήρθε και κάνει θραύση και στη χώρα μας. Ολοένα και περισσότερος κόσμος αφιερώνει ώρες πολλές για να γεμίσει τις e-σελίδες του e-ημερολογίου του. Αλήθεια, γιατί; Είναι πραγματική μας ανάγκη να εκφραστούμε γραπτώς και να αποφορτιστούμε από τις έγνοιες μας ή απλά το επιτάσσει η web-μόδα; Και αν είναι εσωτερική ανάγκη να αποφορτιστούμε γραπτώς, γιατί εκθέτουμε τα γραπτά μας σε όλο τον κόσμο; Μήπως τελικά η δημιουργία blogs δηλώνει κάτι πολύ βαθύτερο, μια μοναξιά ή μια έντονη ανάγκη, όχι για επικοινωνία, αλλά για αυτοπροβολή;

Χμ… πολλά τα ερωτήματα και δεν έχω τις απαντήσεις τους. Ή τουλάχιστον δεν είναι σαφείς. Άλλος e-φίλος (είδες; πήρες προαγωγή από… e-γνωστός! xεχε!) μού είπε ότι είναι καλύτερα χίλιες πραγματικές χυλόπιτες από έναν εικονικό έρωτα. Λέτε να έχει δίκιο; Τι να πω… εγώ ένα κοινό, θνητό webzobbie είμαι!

Τι λέτε, κύριε, εξακολουθώ να θεωρούμαι… «ξεροψημένη»; :):)