webzobbie's attack

Της πέτρας της υπομονή βάλε στο νου θεμέλιο κι ό,τι θα πεις με το θυμό, πες το, καλλιά, με γέλιο!

29.3.07

Φτιάχνουμε λίμερικ;

Ένα κρύο βράδυ του Φεβρουαρίου ο Σωτήρης μού ζήτησε να τον βοηθήσω σε ένα φύλλο εργασίας για τα παιδιά του. Ήθελε να διδάξει διεπιστημονικά τα μοτίβα.
-Τι σου 'ρχεται στο μυαλό όταν ακούς ΜΟΤΙΒΑ και ΡΟΝΤΑΡΙ; με ρώτησε γνωρίζοντας καλά ότι η τελευταία λέξη ήταν το κλειδί της υπόθεσης. Μόνο έτσι θα με έπειθε νυχτιάτικα να του φτιάξω φύλλο εργασίας! :):)
-Ένα πράγμα μόνο μπορώ να σκεφτώ: Λίμερικ!
-Πολύ ωραία! Φτιάξε ένα φύλλο εργασίας εσύ κι εγώ θα αναλάβω τα δύσκολα.
-Μα, δεν έχω φτιάξει ποτέ πριν φύλλο εργασίας!!!
-Έλα, φτιάξε ένα, σε παρακαλώ, έχω πολλή δουλειά και θα με βοηθήσεις απίστευτα.

Τι να 'κανα; Ένα... κουλουράκι το έχουμε. Είπα ένα "Ο Θεός να βάλει το χέρι του", που αργότερα αποτέλεσε και... τίτλο του εγγράφου και ξεκίνησα. Οι οδηγίες απευθύνονταν σε παιδιά Δ' τάξης και ήταν οι εξής:


Θέλετε να γράψουμε ποιήματα; Ελάτε, είναι απλό! Δε χρειάζονται πολλές γνώσεις, ούτε θα βραβευτούμε γι’ αυτά. Μόνο να διασκεδάσουμε με ένα λεκτικό μοτίβο. Ελάτε να φτιάξουμε λίμερικ, δηλαδή μικρά ποιηματάκια με ή χωρίς νόημα.

Τι πρέπει να γνωρίζουμε για το λίμερικ.

Συνήθως αποτελείται από πέντε στίχους. Ομοιοκαταληκτούν ο πρώτος, ο δεύτερος και ο πέμπτος στίχος μεταξύ τους και ο τρίτος με τον τέταρτο.

Ο πρώτος στίχος μάς λέει ποιος είναι ο πρωταγωνιστής της ποιητικής μας ιστορίας, δηλαδή στον πρώτο στίχο δηλώνεται το Υποκείμενο (Ποιος;).

Ο δεύτερος στίχος μάς πληροφορεί για την ιδιότητα του πρωταγωνιστή, δηλαδή αποτελεί το Κατηγόρημα.

Ο τρίτος και τέταρτος στίχος μάς λέει τι έκανε ο πρωταγωνιστής ή τι είπε ο κόσμος γι’ αυτή του την πράξη. Λύνεται, με άλλα λόγια, το κατηγόρημα του δεύτερου στίχου.

Ο πέμπτος στίχος είναι αφιερωμένος στο τελικό επίθετο που χαρακτηρίζει τον πρωταγωνιστή.

Δύο παραδείγματα λίμερικ:

Ποιος; Ένα παιδί από την Παλλήνη

Ιδιότητα; τρελαινόταν να παίζει με πλαστελίνη

Τι έκανε; παντού, όπου κι αν πήγαινε

Τι έκανε; για πλαστελίνη μίλαγε

Επίθετο; το ταλαντούχο παιδί απ’ την Παλλήνη


Ποιος; Ζούσε ένας ποντικός στο μεγάλο πύργο

Ιδιότητα; δυο παπούτσια φόραγε κι ένα σκούφο τρύπιο

Τι έκαναν οι άλλοι; οι γάτες τον κορόιδευαν κάθε που τον θωρούσαν

Τι έκαναν οι άλλοι; κουδούνια δυο του φόραγαν όταν τον συναντούσαν

Επίθετο; του καημένου ποντικού που θα ‘θελα για φίλο


Τι λέτε; Δοκιμάζετε κι εσείς; Προσπαθήστε να φτιάξετε λεκτικά μοτίβα (λίμερικ) με τα παρακάτω ζευγάρια λέξεων:

  • κάλτσα - πάστα
  • Πέρσες - Σπαρτιάτες
  • Περικλής - Αθήνα
  • Τώρα φτιάξτε ένα λίμερικ με όποιες λέξεις εσείς θέλετε!

-Πάρε και τις λύσεις, μην κολλήσουν και με βρίζεις μετά, είπα στο Σωτήρη.


Ήτανε κάποτε μια πάστα
Που αγαπούσε μία κάλτσα
Το ‘σκαγε απ’ το ψυγείο
Κι έτρεχε στο κομοδίνο
Αυτή η γλυκιά πάστα


Ήρθανε Πέρσες μυριάδες
Μ’ αντικρίσαν τους Σπαρτιάτες
Κι εκεί δα στις Θερμοπύλες
Μείνανε γυναίκες χήρες
Αδίστακτοι Πέρσες βασιλιάδες


Ο Περικλής εκπρόσωπος είν’ του Χρυσού αιώνα
Κι η Αθήνα κόσμημα έχει τον Παρθενώνα
Γνωστός στα πέρατα της γης
Ο ελληνικής καταγωγής
Πανέξυπνος ηγέτης, δοξάζεται ακόμα


Τα παιδιά μου αρχικά αρνήθηκαν να προσπαθήσουν, ώσπου προημερών, τους έδωσα φωτοτυπημένα τα λίμερικ που βρήκα στο blog του Γιάννη Ευθυμιάδη. Αυτό ήταν! Ξεκίνησαν να δημιουργούν και... το απολαμβάνουμε!!! :):):):):)

28.3.07

Λίμερικ από τη Ροζίνα


Στα γενέθλια του Αντρέα
δώρο έψαχνε η παρέα
και του πήρε μια γραβάτα

τυλιγμένη απ' τη γάτα

του κοντούλη του Αντρέα


Η χαζούλα η Κική
ήταν πολύ κοντή

κι ήθελε και άλλο μπόι

για να φτάνει το ρολόι

η χαζούλα η Κική


Η ζηλιάρα γάτα
είχε μια μεγάλη στράτα
περπατούσε περπατούσε
και το δρόμο 'κεί κοιτούσε

η ζηλιάρα γάτα


Η ναζιάρα η αδερφή μου
συνεχώς κλαίει η καλή μου
και παίζει και μιλάει
και κλαίει και γελάει

η ναζιάρα η αδερφή μου


Ένας σκίουρος μικρός
ήτανε πολύ τρανός

το δρόμο ήξερε καλά

και βοηθούσε τα παιδιά

ένας σκίουρος μικρός


Ένας σκύλος μαυρωπός
ήτανε πολύ καλός
κι έτρεχε εδώ κι εκεί
κοκαλάκια για να βρει
ο σκύλος ο μαυρωπός


Σημείωση: Πάει περίπου μια βδομάδα που τα παιδιά μου εξασκούνται στα λίμερικ. Όσα απ' αυτά θέλουν φτιάχνουν κάθε μέρα όσα λίμερικ θέλουν. Εξελίσσεται σε ωραίο παιχνίδι τελικά... Η Ροζίνα έγραψε αυτά που διαβάσατε και μου έδωσε την άδεια να τα παρουσιάσω στο blog μου. Την ευχαριστώ πολύ!

21.3.07

Ιστορία από τον Άγγελο


Αγαπώ τα φανταστικά παραμύθια. Γιατί μπορείς να εκφραστείς ελεύθερα. Γι' αυτό θα σας πω μια ωραία ιστορία. Έγραψα αυτή την ιστορία για εσάς. Λάθος και για μένα την έγραψα. Όμως τώρα ήρθε η ώρα να σας την αφηγηθώ.

Σαν έπεφτε το βράδυ στο μαγικό δάσος που μόνο εγώ ξέρω ότι υπάρχει, έβγαιναν από τα έγκατα της γης κάτι κακά πλάσματα. Μικρά, ζωηρά, με μάτια πονηρά και με μια μακριά ουρά, έτοιμα πάντα για σκανταλιές. Όλο κακές ιδέες τούς έρχονταν στο νου. Υπήρχαν πολλές συγκρούσεις ανάμεσά τους. Ζούσαν όπου υπήρχε σκοτάδι και σκιά. Αν τα έβλεπε το φως της μέρας, τότε θα έλιωναν.

Και που λέτε, όταν έπεφτε το φως της μέρας, βγαίνανε και κάνανε τόση φασαρία που δεν άφηναν τους κατοίκους της Μεγαλούπολης σε ησυχία. Εκείνοι κατηγορούσαν τους γείτονές τους και γίνονταν μηνύσεις από 'δώ, μηνύσεις από 'κεί. Ικανά για την καταστροφή, τα διαβολάκια!

Τέλος, απ' το πολύ το πείραγμα, ήρθε η αυγή, δεν πρόλαβαν να κρυφτούν, κι έλιωσαν και έτσι οι Μεγαλουπολίτες απαλλάχτηκαν από αυτά τα τερατάκια. Ήταν η καλύτερη μέρα για εκείνους και έστησαν τρικούβερτο γλέντι. Σαν έπεσε η νύχτα, οι Μεγαλουπολίτες πήγαν ήσυχοι στα κρεβάτια τους και κοιμήθηκαν για αρκετές μέρες.



Προημερών ζήτησα από τα παιδιά μου να γράψουν το όνομά τους κάθετα στο τετράδιό τους και έπειτα να γράψουν για κάθε γράμμα μια φράση, ώστε να βγει μια παράγραφος στο τέλος, με ή χωρίς νόημα. Ο Άγγελος έγραψε αυτό που διαβάσατε και μάλιστα, επειδή δεν ολοκλήρωσε την ιστορία του, ζήτησε να χρησιμοποιήσει και τα γράμματα του επιθέτου του! :) Έπειτα ζωγράφισε την εικόνα που βλέπετε και μου έδωσε την άδεια να το φιλοξενήσω στο μπλογκ μου. Τον ευχαριστώ πολύ. :)

14.3.07

Πρό(σ)κληση από το Μάρκο

Μια φορά κι έναν καιρό, βαθιά μες στο μεγάλο δάσος, ζούσε ένα μικρό, συμπαθητικό κι αξιαγάπητο αρκουδάκι. Του άρεσε να παίζει όλη μέρα ξυπόλητο και να κάνει ποδήλατο και πατίνι με τους φίλους του. Επίσης τρελαινόταν να τρώει γλυκά˙ μελόπιτες, τούρτες, καραμέλες και σοκολάτες. Λιχούδικο όπως ήταν καταβρόχθιζε τεράστιες ποσότητες γλυκών κι έπειτα, χόρταινε και δεν μπορούσε να φάει το φαγητό του.

Το αρκουδάκι αυτό είχε ένα παππού, σοφό. Δάσκαλο μεγάλο και τρανό. Καθωσπρέπει, με ευγενικούς τρόπους, ντυμένο με κοστούμι και παπιγιόν. «Φόρεσε, επιτέλους, τα υποδήματά σου!» φώναζε στο αρκουδάκι που ποτέ δεν τον άκουγε και όλο έτρεχε ξυπόλητο μέσα στο δάσος. «Θα πατήσεις κανένα αγκάθι και θα τρέχουμε στο γιατρό», επέμενε ο παππούς, μα το αρκουδάκι δεν άκουγε. «Σταμάτα να τρως συνεχώς γλυκά! Θα πάθεις δηλητηρίαση τρώγοντας αυτές τις έωλες λιχουδιές! Έλα στο τραπέζι! Η καλομοίρα η μητέρα σου έφτιαξε πεντανόστιμο και υγιεινό μουσακά!» Τίποτα. Το αρκουδάκι το χαβά του. «Άνοιξε, βρε παιδάκι μου, κανένα βιβλίο! Πιάσε κανένα χαρτί και κανένα κονδυλοφόρο! Πρέπει να μάθεις γράμματα, να μορφωθείς! Πώς θα βγεις, αύριο μεθαύριο, στην κοινωνία του δάσους; Πώς θα μπορέσεις να μιλήσεις, να συνεννοηθείς, να πείσεις; Έτσι; Τα επιχειρήματά σου θα είναι έωλα και κανείς δε θα σε παίρνει στα σοβαρά, αν δε διαθέτεις μόρφωση.», επέμενε ο παππούς, αλλά άδικα έχανε τον καιρό του.

Το αρκουδάκι ευχαριστιόταν παιχνίδι και ξεγνοιασιά και ούτε λόγος για σχολείο και διάβασμα. Σιγά μην άφηνε τον ήλιο και τις σκανταλιές για να κλειστεί μέσα και να σκοτίζει το μυαλουδάκι του με γραμματική και γεωμετρία!

Ένα πρωινό όμως, ενώ το αρκουδάκι έκανε πατίνι, ένα μεγάλο βελανίδι βρέθηκε μπροστά από τον τροχό και να σου το αρκουδάκι φαρδύ πλατύ κάτω να κλαίει και να χτυπιέται από τον πόνο! Λαχανιασμένοι έφτασαν εκεί η μαμά και ο παππούς του και έτρεξαν το αρκουδάκι γρήγορα στο γιατρό. «Διάστρεμμα, μικρέ μου ταραξία» είπε εκείνος και έδεσε το χέρι του περίλυπου αρκούδου σ’ ένα μαντίλι. «Θα πρέπει να μείνεις αρκετές μέρες μέσα, έχοντας πάντα το χέρι σου περασμένο στο μαντίλι. Και μακριά από σκαρφαλώματα, κυνηγητά, πατίνια και ποδήλατα, κατάλαβες;». «Και τι θα κάνω τόσες μέρες μέσα;» κλαψούρισε το αρκουδάκι. «Ευκαιρία να διαβάσουμε καμιά ιστορία και φας κανένα φαγητό της προκοπής», είπε η μαμά του χαμογελώντας. Κατάλαβε ότι το τραύμα δεν ήταν σοβαρό, όμως ήταν ικανό να κάνει το καμάρι της να μείνει στο σπίτι φρόνιμο για κάμποσες μέρες.

Το αρκουδάκι έφυγε από το ιατρείο σκεφτικό και στενοχωρημένο. Ήταν βέβαιο ότι εκτός από τον πόνο του χεριού του, θα έπρεπε να υποστεί και τον παππού του να του λέει ιστορίες μιλώντας, πολλές φορές, ακαταλαβίστικα. Από την άλλη, σκεφτόταν πως μάλλον θα έπρεπε να στερηθεί τις λιχουδιές που τόσο αγαπούσε και η θλίψη του μεγάλωνε.

Τελικά τα πράγματα δεν ήταν και τόσο τραγικά. Το αρκουδάκι δοκίμασε για πρώτη, ίσως, φορά στη ζωή του να φάει ζεστό φαγητό, αντί για ένα σωρό ανθυγιεινές λιχουδιές. Βρήκε μάλιστα το μουσακά της μαμάς του καταπληκτικό! Επίσης άκουσε με δέος τις ιστορίες του παππού του για τους φοβερούς και τρομερούς ανθρώπους που κάνουν επιδρομές στα δάση, κόβουν ξύλα, καίνε δέντρα, σκοτώνουν αρκούδες για χόμπι και αποφάσισε να γίνει… δικηγόρος των αρκούδων. Μάλιστα! Ο μικρός ταραξίας που άλλο δεν είχε στο νου του από τις βόλτες, τις σκανταλιές και… τις μελόπιτες, συγκινήθηκε από το δράμα των προγόνων του και θέλησε να υπερασπιστεί τα δίκαια του είδους του.

Ο παππούς του δεν πίστευε στ’ αφτιά του, ακούγοντας το αρκουδάκι με σοβαρό ύφος να δηλώνει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του για το μέλλον. Εντυπωσιάστηκε, μάλιστα, περισσότερο, όταν είδε τον εγγονό του να αλλάζει τρόπο ζωής και να ενδιαφέρεται πραγματικά για τη μόρφωσή του.

Σε λίγο καιρό ο μικρός ταραξίας με τα κυνηγητά και τα πατίνια μετατράπηκε σε ένα μελετηρό και συνετό αρκουδάκι, με τρομερή ικανότητα λόγου. Μεγαλώνοντας έγινε ένας λαμπρός δικηγόρος που υπερασπιζόταν τα δικαιώματα των αρκούδων με θάρρος και βάσιμα επιχειρήματα. Κατάφερε μάλιστα να πείσει πολλούς ανθρώπους να εγκαταλείψουν το κυνήγι αρκούδων και να σταματήσουν την καταστροφή του φυσικού τους περιβάλλοντος. Έτσι, έγινε διάσημο σ’ όλο τον κόσμο και παράδειγμα μίμησης για τα άλλα αρκουδάκια.


Σημείωση: Το συγκεκριμένο ποστ ήταν απάντηση στην πρό(σ)κληση του Μάρκου για να παίξω στο γνωστό παιχνίδι κατά το οποίο παίρνουμε 5 λέξεις και τους αλλάζουμε τα φώτα... εεε... εννοώ... γράφουμε μια ιστορία! Το κειμενάκι κατάντησε ΠΑΛΙ δασκαλίστικο, αλλά τι να κάνουμε; Θα μου περάσει! :):):)

12.3.07

Πρό(σ)κληση από το Γιώργο

Είχαν περάσει πολλά χρόνια. Είχε κι η ίδια ξεχάσει ότι υπάρχει αυτό το ξύλινο κουτί μέσα στο συρτάρι της. Κάποτε το φυλούσε σαν κόρη οφθαλμού. Τώρα, ο θησαυρός είχε πια ξεχαστεί. Μα, γιατί άνοιξε εκείνο το συρτάρι; Απ’ την ταραχή της ξέχασε το λόγο που την ανάγκασε να ξαναφέρει στη μνήμη της αυτή την ιστορία. Πήρε το κουτί και το άνοιξε με τρεμάμενα χέρια. Τα κιτρινισμένα γράμματα έφεραν ένα αδιόρατο χαμόγελο στο γερασμένο πρόσωπό της. Ο φθοροποιός χρόνος είχε προλάβει να αφήσει πάνω της τα σημάδια του.

Άνοιξε το πρώτο γράμμα και άρχισε να διαβάζει. Οικείος και αγαπημένος γραφικός χαρακτήρας. Γράμματα όμορφα, μικρά, πλαγιαστά με ουρίτσες. Λέξεις γραμμένες με αγάπη. Άλλοτε με ταραχή. Κάποιες φορές με πόνο ή νοσταλγία. Γράμματα που μαρτυρούσαν ένα μεγάλο, αδυσώπητο έρωτα.

Θυμήθηκε τα νιάτα της. Το πατρικό της, τη γειτονιά της, εκείνον, τα βλέμματά τους, το καρδιοχτύπι της στα πρώτα χάδια, τα όνειρα που έκαναν ότι θα ζούσαν μαζί, τα δάκρυά της όταν της ανακοίνωσε πως πρέπει να φύγει... Αυτά τα γράμματα ήταν η μόνη της παρηγοριά, τα πρώτα χρόνια της μοναξιάς της. Όμως, η μοναξιά δε δέχεται κανενός είδους παρηγοριά ή παρέα. Έρχεται και επιβάλλεται αυστηρά, απόλυτα, αδυσώπητα. Έτσι, σταδιακά, τα γράμματα ελαττώθηκαν, ώσπου, τελικά, έπαψαν οριστικά να έρχονται.

Η επικοινωνία τους διακόπηκε. Η ζωή της όμως συνεχίστηκε, όπως και τα αισθήματά της για εκείνον. Για πολλά χρόνια ζούσε περιμένοντας ο ταχυδρόμος να φέρει κάποιο νέο του. Μια ένδειξη ότι τη θυμάται και μια υπόσχεση ότι θα γυρίσει πίσω. Διάβαζε τα γράμματά του ξανά και ξανά, ώσπου η λήθη στέγνωσε και τα τελευταία δάκρυα. Τότε τα γράμματα μπήκαν σ’ αυτό το ξύλινο κουτί και κρύφτηκαν καλά σ’ εκείνο το συρτάρι, ώστε κανένα χέρι να μην μπορεί να σκαλίσει παλιά τραύματα.

Προσπάθησε να θυμηθεί το λόγο για τον οποίο είχε ανοίξει εκείνο το συρτάρι. Το μυαλό της όμως ταξίδευε πίσω. Σκεφτόταν τι θα είχε συμβεί αν εκείνος δεν έφευγε. Πώς να ήταν άραγε η ζωή της; Τι θα είχε χάσει; Τι θα είχε κερδίσει;

Το ταξίδι του ονείρου διακόπηκε από μια παιδική φωνούλα και ένα σφιχτό αγκάλιασμα.

-Έλα, επιτέλους, γιαγιά! Υποσχέθηκες πως θα πάμε! Βιάσου, πριν σκοτεινιάσει!

Ναι, θυμήθηκε. Το καλό της σάλι ήθελε, για να πάει το παιδί στην παιδική χαρά.


Σημείωση:
Ο Γιώργος με προ(σ)κάλεσε να παίξω σ' αυτό το παιχνίδι, σύμφωνα με το οποίο έπρεπε να φτιάξω ένα κείμενο με τις πέντε λέξεις που εδώ είναι σημειωμένες με μπλε γράμματα. Τον ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση αυτή! Μ' άρεσε το παιχνίδι, παρόλο που με δυσκόλεψε αρκετά... :)