Μαγ-η-κές συναντήσεις
Τέλη φθινοπώρου και όμως η μέρα εκείνη δεν έμοιαζε καθόλου φθινοπωρινή. Ο ήλιος, λες και ήθελε να επανορθώσει για την απουσία του που μούσκεψε τα σπίτια, τις αυλές και τις καρδιές μας τις προάλλες, είχε βγει λαμπερός και σκορπούσε ζεστά χαμόγελα παντού. Ένιωσα την ανάγκη να πάω μέχρι την παραλία και να περπατήσω στην ακροθαλασσιά. Ήθελα πολύ να ξανανιώσω αυτή την αίσθηση των βρεγμένων βότσαλων στα γυμνά μου πόδια, την οποία μου είχε στερήσει βίαια η ξαφνική κακοκαιρία και η διακοπή των μπάνιων μου. Και όντως, έκανα την επιθυμία μου πραγματικότητα.
Το απόγευμα μπήκα στο αυτοκίνητό μου και κατευθύνθηκα προς την πλησιέστερη παραλία. Θαύμα! Ο ήλιος έπαιζε με το ήρεμο νερό της θάλασσας και το γέλιο τους σκορπούσε τριγύρω λαμπερά κρυσταλλάκια. Περπατούσα αργά, κρατώντας στα χέρια τα παπούτσια μου. Κοιτούσα το υπέροχο γαλάζιο να απλώνεται μπροστά μου και το μυαλό μου ταξίδευε. «Θέλω», «πρέπει», «γιατί», «μπορώ» προσπαθούσαν να μπουν σε τάξη στο κεφάλι μου, παρακινημένα λες από το παιχνίδισμα του ήλιου με την επιφάνεια της θάλασσας. Όμως δύσκολο να βρει το καθένα τη θέση του στο μυαλό μου και ο καβγάς τους για την πρωτιά με κούρασε. Έτσι, αποφάσισα να καθίσω σε κάτι βραχάκια και να ζητήσω από το ηλιοβασίλεμα να με βοηθήσει στην ταχτοποίηση του μυαλού μου.
Ακούμπησα τα παπούτσια μου στην άμμο, στη βάση του αρμυρού βράχου και ετοιμαζόμουν να καθίσω όταν ακούστηκε μια ψιλή φωνούλα: «Μηηηη! Τι πας να κάνεις;». Ξαφνιάστηκα. Κοίταξα γύρω μου, όμως δεν υπήρχε ψυχή. «Ε! πού κοιτάς; Εδώ!» ξανακούστηκε η φωνούλα η οποία σαν να ερχόταν μέσα από το βράχο στον οποίο ετοιμαζόμουν να θρονιαστώ! «Ναι, εδώ! Εγώ σου μιλάω!» συνέχισε η φωνή και τότε, διέκρινα ένα μικροσκοπικό ανθρωπάκι, όχι μεγαλύτερο από ένα μολύβι ξυσμένο 76 φορές. Ήταν αρκετά αστείο, όχι τόσο λόγω του ύψους του, αλλά, κυρίως, λόγω της περίεργης φορεσιάς του. Είχε μυτερά αφτάκια, πανέξυπνα μαύρα μάτια, μαύρα μαλλιά που ξετρύπωναν από ένα πράσινο σκουφί και μια κοκκινωπή σουβλερή μυτίτσα. Φορούσε μια ολόσωμη ριγέ φόρμα που του έφτανε ως τη μέση της γάμπας και το έκανε να δείχνει κοντότερο απ’ ό,τι ήταν.
Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω την περιέργειά μου και ρώτησα σχεδόν γελώντας: «Τι είσαι εσύ;». Ελαφρώς θιγμένο το ανθρωπάκι μού απάντησε: «Μα, ξωτικό βέβαια! Τι άλλο;». «Και τι θες εδώ;», συνέχισα τις αδιάκριτες ερωτήσεις μου. «Παραπάτησα και έπεσα από τον πλανήτη μου. Είμαι τυχερό που δεν έσπασα κανένα κόκαλο πέφτοντας.» Έμεινα να το κοιτώ σαστισμένη. Όμως ήθελα να μάθω κι άλλα γι’ αυτό το περίεργο πλάσμα. Έτσι, συνέχισα την ανάκριση: «Από τον πλανήτη σου; Ποιον πλανήτη σου;». «Μα, από τον πλανήτη Μάγη. Δεν τον έχεις ακουστά;», με ρώτησε εκείνο. Όμως θα είδε τη σαστιμάρα στο πρόσωπό μου και έτσι συνέχισε χωρίς να περιμένει άλλη απάντηση: «Στον πλανήτη Μάγη ζούμε εμείς τα ξωτικά κάνοντας το μοναδικό μαγικό που ξέρουμε: Αφήνουμε απραγματοποίητες όλες τις ευχές!».
Ομολογώ ότι η εξήγηση με απογοήτευσε λιγάκι. Πρώτη φορά έβλεπα ξωτικό και δεν περίμενα να ξέρει ένα μονάχα μαγικό και μάλιστα τόσο μελαγχολικό! Η απογοήτευση σύντομα μετατράπηκε σε οργή. «Πώς είναι δυνατό;» φώναξα, σχεδόν, στο ξωτικό. «Τι σόι κατοίκους μπορεί να έχει αυτός ο πλανήτης;» Φαντάστηκα τα πρόσωπά τους. Μελαγχολικά και απογοητευμένα καθώς καμιά επιθυμία ή ευχή τους δε θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Πλάσματα καταδικασμένα να ζουν χωρίς όνειρα. Μα πώς είναι δυνατό να ζει κανείς χωρίς όνειρα;
Το ξωτικό μάλλον κατάλαβε την απογοήτευσή μου και θέλησε να τη διασκεδάσει. «Δεν είναι, δα, και τόσο τραγικά τα πράγματα!» είπε. «Εξάλλου, η συνήθεια είναι μεγάλη δύναμη! Οι κάτοικοι του πλανήτη Μάγη ζουν χωρίς να ονειρεύονται. Δεν κάνουν σχέδια για το μέλλον, δεν εύχονται, ας πούμε, «Καλή τύχη» στους φίλους τους, δε μιλούν για τις επιθυμίες τους, γιατί, πολύ απλά, γνωρίζουν ότι δεν πρόκειται να επιτρέψουμε να πραγματοποιηθούν οι ευχές τους. Αν επιτρέπαμε κάτι τέτοιο, εμείς τα ξωτικά θα μέναμε άνεργα, θα κατεβαίναμε σε απεργίες και θα κάναμε κινητοποιήσεις προκειμένου να καταφέρουμε να ζήσουμε τις οικογένειές μας.» συνέχισε το ξωτικό και λέγοντας αυτά, έβγαλε απ’ τη ριγέ φορμίτσα του και μου έδειξε κάτι σαν μικροσκοπική φωτογραφία με άλλα δύο ξωτικά, το ένα απ’ αυτά όχι ψηλότερο από μισό σπίρτο. Κατάλαβα ότι επρόκειτο για το παιδί του. Ένα παιδί καταδικασμένο να μη δει καμιά επιθυμία του να πραγματοποιείται, ή, ακόμα χειρότερα, ένα παιδί που δεν θα είχε καμία όρεξη να κάνει ευχές. Η θλίψη πήρε τη θέση της στο πρόσωπό μου. Μα το ανθρωπάκι το κατάλαβε και συνέχισε.
«Γιατί λυπάσαι; Στον πλανήτη μου, μπορεί να μην πραγματοποιείται καμία ευχή, όμως, οι κάτοικοί του είναι ευτυχισμένοι. Μη σου φαίνεται αδύνατο. Έχουν συνηθίσει να στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις και να πραγματοποιούν οι ίδιοι τις επιθυμίες τους, πριν καλά καλά τις εκφράσουν ως ευχές. Έτσι, κανείς δε μένει παραπονεμένος. Οι κάτοικοι του πλανήτη Μάγη ζουν ευτυχισμένοι απολαμβάνοντας την κάθε στιγμή που περνά και εμείς τα ξωτικά δεν πεθαίνουμε της πείνας! Μόνο οι τεμπέληδες έχουν ένα μικρό προβληματάκι… Εκείνοι δε δουλεύουν και έτσι οι σκέψεις τους προλαβαίνουν να εκφραστούν ως επιθυμίες και ευχές. Και τότε, καταλαβαίνεις, τα πράγματα γι’ αυτούς είναι δύσκολα. Κυκλοφορούν θλιμμένοι, κακόκεφοι, με βλέμμα κενό. Όλο αναστενάζουν. Όμως, ποιος τους φταίει; Κατά τα άλλα, είμαστε πολύ ζωντανός λαός. Με κέφι, χιούμορ, εξυπνάδα. Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου να δεις και μόνη σου;»
Αυτή την τελευταία πρόσκληση, ίσα που την άκουσα. Είχα ήδη παραδοθεί στις σκέψεις μου και συνειδητοποιούσα ότι ο Μάγος αυτός είχε καταφέρει μια χαρά να βάλει σε τάξη το μυαλό μου. Φόρεσα βιαστικά τα παπούτσια μου και πετάχτηκα από το βράχο. «Καλό σου απόγευμα, Μάγε!» ευχήθηκα πραγματικά στο ξωτικό, παρόλο που ήξερα ότι γι’ αυτό ήταν κενές λέξεις. Ήθελα πολύ να το φιλήσω, αλλά ήταν τόσο μικρούλι που τρόμαξα μήπως το πληγώσω, άθελά μου. Έτσι, του έστειλα ένα γλυκό φιλί και έφυγα χαρούμενη περπατώντας ανάλαφρα. Το ξωτικό έμεινε να με κοιτά να κυνηγώ το πορτοκαλί ηλιοβασίλεμα και ποιος ξέρει τι σκέψεις θα έκανε για την αλλόκοτη Γήινη…