Φλυαρίες ανάμεσα στον ουρανό και τη γη*
Στην αρχή του μήνα θαυμάσαμε τη χλομή ομορφιά του Φεγγαριού που ανέβαινε καταστρόγγυλο στον ουρανό και φώτιζε τα σκοτάδια μας. Μας άφησε άφωνους να το κοιτάμε και να κρεμάμε πάνω του, σαν τάμα, ό,τι επιθυμία, ελπίδα, πόνο, χαρά, ό,τι "αχ!" βαραίνει τον καθένα. Μα λες απ' το βάρος το πολύ της ευθύνης κι από την ντροπή την πολλή του θαυμασμού, έτρεξε τρομαγμένο να κρυφτεί πίσω από ουρανούς έναστρους. Νύχτες έκανε να φανεί. Νύχτες το καλοπιάναμε με παρακάλια, τραγούδια, ευχές να 'ρθει πάλι να φωτίσει τα σκοτάδια μας. Μ' αυτό, τίποτα! Πεισματωμένο έμενε στην αγκαλιά του ουρανού κρυμμένο καλά, να μην μπορούμε να το δούμε, να μην μπορούμε να το θαυμάσουμε, να μη φτάνουμε να του κρεμάσουμε κανένα "αχ!" μας φυλαχτό πάνω του... Όχι πως σταματήσαμε τα παρακάλια, όχι πως πάψαμε να σηκώνουμε το βλέμμα διερευνητικά στον ουρανό κάθε που βράδιαζε, μα λίγο λίγο δώσαμε εμπιστοσύνη ότι θα ξανάρθει, δεν μπορεί! Και περιμέναμε.
Ώσπου ήρθε! Μια Φλουδίτσα, "ένα Νυχάκι" όπως επέμενες να λες τις προάλλες, εμφανίστηκε δειλά. Μια Φλουδίτσα που ολοένα φούσκωνε από υπερηφάνεια για την όμορφη χλομάδα της, αλλά και για τα βλέμματα που 'χε στρέψει στον ουρανό η απουσία της. Ωραίο πράμα να σ' αναζητάνε τόσα μάτια. Ωραίο πράμα να σ' αποζητάνε τόσες ψυχές. Και πόσα χαμόγελα σχηματίσαμε όλοι εμείς από 'δώ κάτω κοιτώντας τη Φλουδίτσα να μεγαλώνει ώρα με την ώρα, μέρα με τη μέρα! Με πόσα τάματα αρχίσαμε πάλι να τη στολίζουμε! Κι εκείνη ολοένα και μεγαλώνει και χαμογελά για να λάμψει σίγουρη, καταστρόγγυλη, γεμάτη καμάρι, πάλι, μεθαύριο και να κλέψει ξανά τα βλέμματα όλων.
Τώρα πια η "Φλουδίτσα" έχει γίνει κοτζάμ Φετούλα. Σαν Φετούλα πορτοκαλιού αρωματίζει τις νύχτες μας. Κι εμείς όμως δεν την αφήνουμε έτσι. Τη θαυμάζουμε, της χαμογελάμε, της τραγουδάμε για να μην ξανατρομάξει και φύγει, γιατί τη θέλουμε στη ζωή μας. Χωρίς αυτή δεν αντέχουμε στιγμή! Κι εκείνη όλο μεγαλώνει και ξεθαρρεύει και γέρνει προς το μέρος μας. Χθες πήρε να γέρνει τόσο πολύ που τρόμαξα! "Πού πας; Θα πέσεις!", της φώναξα. Μα δεν απάντησε. Δε νοιάστηκε καν! Συνέχισε να σκύβει πάνω απ' τη σκηνή του κηποθέατρου να δει κι αυτή το παραμύθι. "Τι ζήλιες είν' αυτές;", χαμογέλασα. "Μεθαύριο θα μας μαγεύεις του λόγου σου. Άσε τώρα, άσε να μαγευτούμε από δικούς μας. Τι φοβάσαι; Υπάρχει περίπτωση να χάσεις στη σύγκριση με τους ανθρώπους;"... Μα εκείνη το χαβά της. Όλο και έγερνε πάνω απ' τη σκηνή. Και λίγο πριν την πτώση, την κρατήσαμε στο ύψος της με το χειροκρότημα.
Τα ίδια κι απόψε. Στην αρχή της συναυλίας κοιτούσε τον κόσμο αφ' υψηλού, χλομή και σίγουρη. Μα ήταν τέτοια η φωνή στη σκηνή που, δεν κρατήθηκε, έσκυψε να δει τι ήταν αυτό που μας έκλεβε την καρδιά και το βλέμμα. Και μαγεύτηκε, όπως κι εμείς. Και πάλι πήρε να 'ρχεται προς το μέρος μας. Για την ακρίβεια, προς το μέρος απ' όπου έρχονταν οι μελωδίες. Ένα πιάνο και μια φωνή... "Τον Ήλιο λέγαμε υπερόπτη, μα είσαι κι εσύ... Λίγο ακόμα και θα σου σκάσουμε φιλί στη μύτη, έτσι που χώνεσαι ανάμεσά μας!", τη μάλωσα, τάχα. Δεν πτοήθηκε όμως. Έγειρε περισσότερο ν' αφήσει φιλί στον τραγουδιστή με τη μαγευτική φωνή, ώσπου... συνάντησε το Δέντρο, που 'χε γείρει κι εκείνο και υποκλινόταν στο Ταλέντο και καταντροπιασμένη που καταδέχτηκε να φτάσει ως εδώ, έστρεψε το βλέμμα αλλού και συνέχισε την πορεία της στο μαύρο τ' ουρανού. Θέλει να μεγαλώσει ακόμα λίγο, να στολιστεί, να λάμψει όπως μόνο εκείνη ξέρει, για να φανεί και πάλι ολόφωτη στο μαύρο μας και να κλέψει τις καρδιές μας.
*Ο τίτλος από αγαπημένο μου βιβλίο του Τζιάνι Ροντάρι.