webzobbie's attack

Της πέτρας της υπομονή βάλε στο νου θεμέλιο κι ό,τι θα πεις με το θυμό, πες το, καλλιά, με γέλιο!

29.10.06

Οι σουσουράδες της Δ' τάξης...


Τη φωτογραφία αυτή της σταχτοσουσουράδας αφιέρωσε προημερών στην τάξη μου, ο κ. Τζημούλης Οδυσσέας, ο... Παπαγκένο μου με τη μαγική φωτογραφική μηχανή! Ζήτησε να γράψουμε εμείς το συνοδευτικό κείμενο για τη συγκεκριμένη φωτογραφία.

Αρχικά γκρίνιαξα: "Αμάν, ρε Οδυσσέα, φωτιές που μ' ανάβεις!" όμως δεν άφησα την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη! Πήρα τα τερατάκια... εεεε... τεταρτάκια μου ήθελα να πω και κατεβήκαμε στο εργαστήριο πληροφορικής του σχολείου μας. Τα μικρά περιηγήθηκαν σε διάφορες ιστοσελίδες αναζητώντας πληροφορίες για τις σουσουράδες και ειδικότερα για τη σταχτοσουσουράδα. Έπαιξαν παιχνίδια, κατέγραψαν πληροφορίες και είδαν φωτογραφίες.

Έπειτα, συλλέξαμε τις πληροφορίες κάθε ομάδας, τις διαβάσαμε στην τάξη και ζήτησα από τα παιδιά να ονομάσουν τη σουσουράδα για την οποία θα γράφαμε. Την ονόμασαν "Ρίτσα τσαχπινίτσα" και τότε, ήρθε η ώρα να βάλω λίγο το χεράκι μου. Δείτε πώς:


Η Ρίτσα, η τσαχπινίτσα,
μια μικρή σουσουραδίτσα
με την κουνιστή ουρίτσα,
ψάχνει για τροφή στη λάσπη
κι όλο πέρα δώθε πάει.

Μια στιγμή δεν ησυχάζει
την κομψή της την ουρά
και με χάρη σεργιανάει
‘κεί στην ακροποταμιά.

Είναι πάντοτε κεφάτη,
όμορφη, χρωματιστή
και τους πάντες ξετρελαίνει
η ουρά η κουνιστή.

Καστανές, λευκές και… ώχρα
με μικρές παραλλαγές
το φθινόπωρο μας φέρνουν
με τις τόσες τσαχπινιές!

Κι όταν βρει και τον… καλό της
φτιάχνει στο έδαφος φωλιά
και σε δεκαπέντε μέρες
να οι νεοσσοί απ' τ' αβγά!

Σουσουράδες είστε γλύκες!
Στέκομαι και σας κοιτώ
και πολλές φωτογραφίες
απ’ τον Όντυ καρτερώ!


Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν! Με εξέπληξε ευχάριστα η συνεργασία τους και η όρεξη με την οποία δούλεψαν. Οφείλω να πω ότι το ποιηματάκι δε θα γραφόταν χωρίς τις πληροφορίες που τα ίδια συγκέντρωσαν.

Ευχαριστώ θερμά τον Οδυσσέα για την ευκαιρία που μας παρείχε να χρησιμοποιήσουμε το σχολικό εργαστήριο, αλλά και για τη δημοσίευση του ποιήματος των παιδιών στο blog του!

22.10.06

Φτιάχνουμε αινίγματα;


Η δημιουργία ενός αινίγματος, λέει ο Ροντάρι, είναι μια άσκηση λογικής και φαντασίας. Το τρίπτυχο: αποξένωση - συσχετισμός - μεταφορά είναι υποχρεωτικό συστατικό ενός αινίγματος. Ενίοτε υπάρχει και ένα τέταρτο μέρος αυτής της πτυχής, αυτό του ρυθμού, για να δώσει στο μυστηριώδη ορισμό μας μια πιο θελκτική μορφή.

Αποξένωση: πρέπει να δούμε το, κατά τ' άλλα καθημερινό αντικείμενο που επιλέξαμε να... απογειώσουμε, ως κάτι το εντελώς πρωτόγνωρο. Ως παράδειγμα, ο ίδιος ο Ροντάρι στη Γραμματική της Φαντασίας, χρησιμοποιεί μια πένα, την οποία ορίζει ως ένα μπαστουνάκι που χαράζει μαύρα σημάδια σε μια λευκή επιφάνεια. Η φάση αυτή είναι ίσως η σημαντικότερη για τη δημιουργία ενός αινίγματος. Είναι η στιγμή που θα ξεπηδήσουν οι πιο πρωτότυπες μεταφορές, οι οποίες θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον του λύτη.

Συσχετισμός και σύγκριση: Λευκή επιφάνεια δεν είναι μόνο αυτή του χαρτιού, αλλά κι ένας τοίχος ασβεστωμένος, ή μια "χιονισμένη πεδιάδα". Παράλληλα, το μαύρο σημάδι του μελανιού στο χαρτί μπορεί να χαρακτηριστεί ως "μαύρο μονοπάτι".

Μεταφορά: Τέλος είμαστε έτοιμοι για το μεταφορικό ορισμό της πένας: "Είναι κάτι που χαράζει ένα μαύρο μονοπάτι σε μια λευκή πεδιάδα".

Και εδώ έρχεται η προαιρετική φάση του ρυθμού:

Σε μια πεδιάδα άσπρη άσπρη
χαράζει μαύρο μονοπάτι.


Η δική μου, προσωπική, δημιουργία αινίγματος μάλλον δεν ήταν και τόσο επιτυχής. Με άλλα λόγια, δεν έκρυψα αρκετά ευφάνταστα το αντικείμενο που διάλεξα, με αποτέλεσμα να είναι αρκετά εμφανές από τους λύτες. Δείτε και μόνοι σας:

Είναι μια μικρή ροδίτσα
που μισεί όλα τα ταξίδια.
Από μέταλλο φτιαγμένη
για στολίδι προορισμένη.

Τι να 'ναι άραγε;


Όμως ο Ροντάρι κάνει λόγο και για "Ψεύτικο Αίνιγμα". Στο αίνιγμα υπάρχει ένα ψεύτικο δίλημμα, καθώς η απάντηση δίνεται με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο από την ίδια τη διατύπωση. Η δομή τους είναι όπως και αυτή των "λίμερικ". Άλλοτε η απάντηση δίνεται μέσα στους στίχους του αινίγματος και άλλοτε παράγεται επαγωγικά.

Παράδειγμα τέτοιου αινίγματος από τη Γραμματική της Φαντασίας:

Ένας κύριος που τον έλεγαν Ορέστη
πήγε στην Αφρική και ένιωσε ζέστη.
Αναρωτιέται: Ένιωθε τόση κάψα
γιατί είχε γεννηθεί στην Αλάσκα
ή γιατί τον έλεγαν Ορέστη;


Οφείλω να ομολογήσω ότι η δημιουργία αινίγματος δε μου ήταν εύκολη υπόθεση. Παρόλα αυτά, θα μοιραστώ μαζί σας μερικά ψεύτικα αινίγματα που σκάρωσα χθες, ζητώντας, προκαταβολικά, την επιείκειά σας!!!

Ένα παιδάκι προσπαθεί αινίγματα φτιάξει.
Η τεχνική 'ναι δύσκολη και πάει πια να σκάσει.
Μα ξάφνου συλλογίζεται "τι φταίει και δε βγαίνει;
Μην είναι το ραδιόφωνο που μουσικούλα παίζει;"

Τι να φταίει άραγε;


Ο φίλος μας ο γεωργός φυτεύει τις πατάτες
μα αντί για πατατόσπορο, ρίχνει σπόρο για γάτες.
Μία απάντηση ζητώ γρήγορα να μου δώσεις:
Πατάτες, γάτες ή σκυλιά θα βγούνε για να κόψεις;

Τι θα κόψεις;


Έν' αστεράκι μοναχό χάνει το δρόμο και δε φέγγει.
Γυρίζει εκεί, γυρίζει εδώ κι όμως άφαντο απομένει.
Τι να του φταίει; απορώ. Δε θα 'πρεπε να 'ναι χαμένο.
Πυξίδα ο ήλιος λαμπερός κι εγώ εδώ να περιμένω.

Τι φταίει άραγε;


Δοκιμάστε κι εσείς! Έχει πλάκα! :)

13.10.06

Είμαι... ρονταρικιά, τι να κάνουμε;!


Τι έξυπνοι άνθρωποι!*

Ο κύριος Σαρδέλης, ψαράς απ' το Πλωμάρι,
έτρωγε τα λέπια, πέταγε το ψάρι.

Ο θείος μου ο Παντελής π' έμενε στο Γουδί,
έτρωγε το ποτήρι, πέταγε το κρασί.

Μια απ' τις ξαδέρφες μου, που έμενε στην Άρτα
έτρωγε μόνο το χαρτί κι όχι τη σοκολάτα.

Και ένας άλλος κύριος απ' το Βαρθολομιό,
έτρωγε τα τσόφλια, πέταγε τ' αβγό.

Πολλοί απ' τους ανθρώπους, δεν ξέρω το γιατί,
τρώνε μόνο τα φλούδια, πετάνε τη ζωή.


Ανέκαθεν μου άρεσαν τα παραμύθια. Τα λάτρευα από μικρό παιδί. Και όχι μόνο τα παραμύθια, το διάβασμα, γενικότερα. Ήταν μια διέξοδος. Το χάρτινο, σελιδένιο λεωφορείο, με μετέφερε σε τόπους μαγικούς κι ονειρεμένους, παρέα με τους συνεπιβάτες μου, οι οποίοι άλλαζαν από σταθμό σε σταθμό. Πάντοτε όμως οι επιβάτες αυτού του χάρτινου λεωφορείου ήταν ξεχωριστοί. Άλλοι περίεργοι και στρυφνοί, άλλοι αστειούληδες και γκαφατζήδες, άλλοι μελαγχολικοί και πικραμένοι, άλλοι χαρούμενοι και καλόκαρδοι... Σ' αυτό το ταξίδι, που κρατάει χρόνια και που εύχομαι να μη σταματήσει ποτέ, οι συνεπιβάτες μου εναλλάσσονται και με κάνουν να χαίρομαι τη διαδρομή. Όλοι, πάντοτε, έχουν κάτι να προσφέρουν. Ακόμα και αν η τσιγκουνιά τους είναι μεγάλη, μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους, πάντα προσφέρουν απλόχερα κάτι από την αλήθεια τους.

Μεγάλωσα, είπαν, μπήκα και στο Πανεπιστήμιο. Θα 'πρεπε να διαβάζω συγγράμματα και επιστημονικά βιβλία. Θυμάμαι το βλέμμα απορίας της υπαλλήλου στο βιβλιοπωλείο, όταν πήγα στο ταμείο με το "Μικρό Πρίγκιπα" και άλλα παιδικά βιβλία και στην ερώτηση: "Είναι για δώρο;" απάντησα: "Όχι, είναι για εμένα". Πώς ήταν δυνατό; Φοιτήτρια στο πρώτο έτος!

Αργότερα, στο τρίτο έτος, και ενώ αμφιταλαντευόμουν ανάμεσα στην Πληροφορική και τα Παραμύθια, η καθηγήτριά μας κα Παπαδοπούλου-Μανταδάκη Σμαράγδα, μας... σύστησε με τα παραμύθια του Ροντάρι και τη Γραμματική της Φαντασίας, την οποία θεωρώ εργαλείο στα χέρια κάθε δάσκαλου και όχι μόνο... Ψάχνοντας έργα του Ροντάρι βρήκα τον τίτλο Παραμύθια από το τηλέφωνο και θυμήθηκα ότι ο μπαμπάς μάς είχε χαρίσει αυτό το βιβλίο όταν ήμασταν ακόμα στο Δημοτικό. Σε λίγο καιρό έψαχνα τα βιβλιοπωλεία για δουλειά του Τζιάνι Ροντάρι. Ιστορίες φτιαγμένες στη μηχανή, Παραμύθια για να σπάτε κέφι, Η γόνδολα φάντασμα, Παραμύθια σαν πλατύ χαμόγελο και Φλυαρίες ανάμεσα στον ουρανό και τη γη, είναι μερικά από τα έργα του.

Ο Ροντάρι ήταν και ο ίδιος δάσκαλος. Στην προσπάθειά του να βγει από τη ρουτίνα της τάξης και να βοηθήσει στην ανάπτυξη της φαντασίας των παιδιών, διηγήθηκε ιστορίες και χρησιμοποίησε πολλές τεχνικές για να καλλιεργήσει τη φαντασία των μαθητών του. Η τεχνική του φανταστικού διώνυμου με οδήγησε τις προάλλες να γράψω μια πρόχειρη ιστορία στο φόρουμ του εκπαιδευτικού σάιτ eduportal.gr. H συνάδερφος Τέρψη έδωσε την αφορμή με το διώνυμο: "ψυγείο - χορεύτρια". Και η ιστορία που γεννήθηκε ήταν η εξής:

Ωραίο το "φανταστικό
διώνυμο"
που γράφεις
"ψυγείο και χορεύτρια",
Τέρψη, θα μας τρελάνεις!

Ροντάρι για τα δύσκολα
με έκανες ν' ανοίξω
"ψυγείο και χορεύτρια"
να δω πώς θα κολλήσω.

Για στίχους δε μου έλεγε...
Μιλούσε για ιστορία
κι έτσι αποφάσισα
να γράψω κι εγώ μία:

Άνοιξα το ψυγείο μου
να πάρω παγωτάκι
και μια χορεύτρια μικρή
καθόταν στο παγάκι.

Τη ρώτησα "τι θες εσύ
μέσα στο τόσο κρύο;"
και μου 'πε πως περίμενε
να έρθει λεωφορείο.

Απόρησα και έμεινα
κι εγώ... κατεψυγμένη
όμως αυτή ατάραχη
στη... στάση περιμένει!

"Μου λες για πού με το καλό;"
ρωτώ μετά από ώρα
"Έχω, μου λέει, ραντεβού
με τον καλό μου τώρα!"

Κοκάλωσα και ήθελα
και άλλα να ρωτήσω
όμως μου είπε θα 'πρεπε
την πόρτα να της κλείσω.

Γιατί αν έμενε ανοιχτή
του κόσμου της η πόρτα
η ζέστη θα 'λιωνε αργά
τα όνειρά της όλα!

Έκλεισα το ψυγείο μου
κι έμεινα σαν κολόνα!
Μα ξάφνου ακούγεται γλυκά:
"Μικρό... 7:00 η ώρα!"

Δοκιμάστε το! Δάσκαλοι ή μη, όλοι, λίγο πολύ, έχουμε να κάνουμε με παιδιά. Κυρίως, θέλω να πιστεύω, ότι όλοι κρύβουμε ένα παιδί μέσα μας. Ας του δώσουμε τις λέξεις να εκφραστεί!

Τα παραμύθια μας πού είναι;
Σε κάθε πράγμα είναι κι ένα κρυμμένο.
Μέσα στο ξύλο, μες στη βροχή,
μες στο ποτήρι, μέσα στη γη.
Μοιάζει σαν να 'ναι η κοιμωμένη
που περιμένει ένα φιλί
από τον πρίγκιπα, τον ποιητή,
που σαν δεν έρθει να τη φιλήσει
αυτή ποτέ δε θα ξυπνήσει. *


*Τζιάνι Ροντάρι, Φλυαρίες ανάμεσα στον ουρανό και τη γη, εκδ. Τεκμήριο

3.10.06

Ο Μπόγιας της Αγάπης

Στο είχα πει να μη μ’ αγαπάς. Σε είχα προειδοποιήσει ότι κινδυνεύουν όσοι αγαπούν. Αλλά και όσοι αγαπιούνται. Όσοι αφήνονται να απολαύσουν αυτό το Δώρο. Δε με άκουσες, γέλασες μονάχα. Δεν πίστευες στον Μπόγια της Αγάπης. Κι όμως, υπάρχει. Γυρνάει και μαζεύει τα αδέσποτα κουτάβια φυλακίζοντας τις καρδιές τους. Και τότε βλέπεις τη θλίψη στα μάτια τους και νιώθεις την απελπισία και τον πόνο στο αλύχτισμά τους. Και εκείνων που φεύγουν και κοιτούν πίσω από τα κάγκελα της κλούβας, αλλά και εκείνων που μένουν αποσβολωμένα καταμεσής του δρόμου να βλέπουν με παράπονο την κλούβα του Μπόγια που χάνεται με ταχύτητα, κατευθυνόμενη προς το επόμενο θύμα της. Τότε ακούγονται μόνο τα παραπονιάρικα αλυχτίσματα και των δύο πλευρών, μια και το Δώρο της Αγάπης, δεν έχει μόνο παραλήπτη αλλά και αποστολέα.

Μη ρωτήσεις «Και τώρα τι κάνουμε;»… Δύο λύσεις: Πρώτη, να περιμένω κι εγώ τον Μπόγια να περάσει, ή, δεύτερη, να μαζέψεις δυνάμεις και να προσπαθήσεις να το σκάσεις απ’ το κλουβί σου...