Χθες έλαβα από τον elias ένα email με τον τίτλο: "Μια πόρτα έχει η ζωή και μάλιστα... ντουλάπας". Είχε ένα συνημμένο αρχείο, το οποίο, για να 'μαι ειλικρινής, δε διάβασα το ίδιο βράδυ, αλλά σήμερα το πρωί. Στο κυρίως mail ο Ηλίας μού έλεγε: "...Πάρε το και κάν' το ό,τι θες. ΣΟΥ ΤΟ ΧΑΡΙΖΩ! Διαμόρφωσέ το, αφαίρεσε, πρόσθεσε, διέγραψε, άλλαξέ του τα φώτα αν θες..." Ε, λοιπόν, το διάβασα, το ταχτοποίησα σε παραγράφους, κατά την κρίση μου και... το 'φερα να το διαβάσετε κι εσείς!
Του άρεσαν πολύ τα ταξίδια. Τα ταξίδια τα μοναχικά. Ήταν κι αυτός μοναχικός και λίγο παράξενος, όπως λέγανε πολλοί, αλλά το αποδεχότανε ευχάριστα. Ταξίδευε, όχι σε φημισμένες και ξακουστές πολιτείες, αλλά σε τόπους άγνωστους, απόμακρους, σε μικρά χωριουδάκια, που οι κάτοικοί τους σπάνια έβλεπαν επισκέπτες.
Το τωρινό ταξίδι του έφτανε στο τέλος. Έμενε να επισκεφτεί ένα απομονωμένο χωριουδάκι. Όχι ότι ήταν μακριά απ’ τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά ήταν ένα παράξενο χωριουδάκι, που οι κάτοικοι των γύρω χωριών το απέφευγαν! Κάτι μισόλογα που είχε ακούσει σε συνδυασμό με την περιέργειά του τον οδήγησαν σ’ αυτό. Ήταν χτισμένο ανάμεσα σε δυο λόφους κι ένας τρίτος στεκόταν λίγο παραπέρα.
Η πιο μεγάλη παραξενιά του ταξιδιώτη αυτού ήταν ότι, όταν επισκεπτόταν ένα χωριό περνούσε πρώτα από το νεκροταφείο του. Έκανε μια βόλτα ανάμεσα στους τάφους και μετά έμπαινε στο χωριό. Μόνο ο ίδιος ήξερε το λόγο.
Πλησιάζοντας στο χωριό δε δυσκολεύτηκε να διακρίνει στον τρίτο λόφο το στόχο του. Άφησε το δρόμο και, περπατώντας μέσα από χωράφια, έφτασε στο νεκροταφείο του χωριού. Του φάνηκε λίγο παράξενη η πόρτα. Μια μισή, δίφυλλη, ξύλινη πόρτα. Σαν κι αυτές που υπάρχουν σε πολλούς ναούς, στην είσοδο του Ιερού, αλλά και στην είσοδο των παλιών σαλούν της Δύσης.
Έσπρωξε τα δυο φύλλα και μπήκε μέσα. Είχαν δει τα μάτια του χιλιάδες τάφους, αλλά αυτό που έβλεπε τώρα παραήταν παράξενο. Αντί για ένα κομμάτι μάρμαρου μπηγμένο στο κεφάλι του τάφου, τα μάτια του έβλεπαν ένα μεγάλο κομμάτι ξύλου. Θα ‘χε δυο σπιθαμές φάρδος και κάνα δυο μέτρα ύψος. Σκέφτηκε ότι δε θα υπήρχε λατομείο στην περιοχή ή ότι δε θα υπήρχε μαρμαράς στα γύρω χωριά.
Πλησιάζοντας ακόμα πιο κοντά στους πρώτους τάφους κι εξετάζοντάς τους από κοντά, η έκπληξή του έγινε ακόμα μεγαλύτερη. Τα κομμάτια ξύλου δεν ήταν παρά ένα φύλλο πόρτας από ντουλάπα! Ντουλάπα κρεβατοκάμαρας! Σε κάθε τάφο κι ένα φύλλο πόρτας. Πόρτες να δουν τα μάτια σου! Άλλες μεγάλες, άλλες μικρές, άλλες απλές, άλλες με σκαλίσματα, λογιών λογιών αποχρώσεις του καφετιού ξύλου, άλλες από ξύλο καρυδιάς ή κερασιάς, μερικές από ξύλο μουριάς και λίγες από ξύλο τριανταφυλλιάς. Και σε όλες επάνω σκαλισμένα ένα όνομα, από κάτω δυο χρονολογίες κι πιο κάτω… γραμμούλες. Μικρές κάθετες γραμμούλες, η μία δίπλα στην άλλη σε σειρές. Το όνομα του μακαρίτη, οι χρονιές που γεννήθηκε και πέθανε και οι γραμμούλες. «Τα χρόνια που θα έζησε ο μακαρίτης», υπέθεσε. «Πρωτότυπο το τελευταίο!», σκέφτηκε.
Προχωρώντας μέτρησε σε μια πόρτα μόνο δεκαεπτά γραμμούλες. Ασυναίσθητα ένιωσε να σφίγγει τα χείλη του. Σε μια διπλανή, ογδόντα πέντε γραμμούλες. Σε μια άλλη μόνο επτά γραμμούλες! Μικρό παιδάκι! Θα είχε άραγε προλάβει να κάνει συμμαθητές; Κοντοστάθηκε. Ο αριθμός των γραμμών δεν ταίριαζε με το αποτέλεσμα της αφαίρεσης των δύο χρονολογιών. Αυτό τώρα το πρόσεξε. Το ίδιο συνέβαινε με όλες τις πόρτες τριγύρω του. Σε καμιά πόρτα δεν ταίριαζαν χρονολογίες και γραμμές. Κάτι άλλο έλεγαν, λοιπόν, οι γραμμούλες ! Τι όμως;
Προχωρώντας ανάμεσα στις πόρτες, διαβάζοντας ονόματα και χρονολογίες και μετρώντας γραμμούλες, δεν κατάλαβε ότι ο ήλιος είχε δύσει κι είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Τράβηξε βιαστικά προς την έξοδο και πριν σπρώξει τα δυο φύλλα της πόρτας για να βγει, του φάνηκε ότι η πόρτα του τελευταίου τάφου που έβλεπε, σα να είχε πολλές γραμμούλες. Πλησίασε κι άρχισε να μετρά γρήγορα. Κάποια στιγμή τα μάτια του μπερδεύτηκαν κι άρχισε να ξαναμετρά. Έκανε αρκετές στάσεις στο μέτρημα, όχι για να μην ξαναμπερδευτεί, αλλά γιατί τα μάτια του άρχιζαν να τσούζουν και να γουρλώνουν. Διακόσιες δεκαοχτώ γραμμούλες! Είχε δει και είχε ακούσει πολλά παράξενα, αλλά αυτό παραήταν.
Βγήκε ταραγμένος από το νεκροταφείο και κατευθύνθηκε προς το χωριό. Όταν έφτασε στην πλατεία του χωριού είχε πια πέσει η νύχτα. Είδε ένα μαγαζί φωτισμένο και κατευθύνθηκε προς τα κει. Ήταν ένα παραδοσιακό μπακάλικο. Στάθηκε στην πόρτα για λίγο, έριξε μέσα το ζαλισμένο βλέμμα του εξερευνητικά και είδε στα ράφια ακατάστατα τοποθετημένα διάφορα πράγματα. Ό,τι χρειάζεται για την καθημερινή ζωή του ένα σπίτι στο χωριό. Είχε και μια παράξενη, απροσδιόριστη μυρουδιά. Κάτι ανάμεσα σε καπνίλα, ξινίλα, ταγκίλα… Το μάτι του έπεσε σ’ ένα βαρέλι σε μια άκρη. Μια καρτέλα κρεμόταν στο πλάι κι έγραφε «Φωτιστικό Πετρέλαιο». Αυτό μπορούσε να το μυρίσει κι από τη θέση του.
Μπήκε μέσα, καλησπέρισε, συστήθηκε και κάθισε σ’ ένα ξύλινο σκαμνάκι. Υπήρχαν κι άλλα τρία-τέσσερα γύρω από ένα χαμηλό τραπέζι. Σκέφτηκε ότι το μπακάλικο θα λειτουργούσε και σαν ουζερί. Ο μπάρμπα-Γιώργης, ο μπακάλης, που τα είχε τα χρονάκια του, ήταν ένας απλός, καλόκαρδος χωρικός, ολίγον σοβαρός, αλλά μάλλον περισσότερο από την κούραση της μέρας. Αφού αντάλλαξαν τις συνηθισμένες τυπικές κουβέντες, βρέθηκαν να κάθονται αντικριστά γύρω απ’ το χαμηλό τραπέζι και να πίνουν το πρώτο τους τσίπουρο. Ο μεζές φτωχικός, αλλά με βασιλική νοστιμιά. Λίγες ελιές, μικρά κομμάτια φέτας, λίγες αντσούγιες βουτηγμένες σε χοντρό αλάτι, λίγες πιπεριές τουρσί, μια ντομάτα κομμένη στα τέσσερα. Στ’ αλήθεια βασιλικό γεύμα.
Όση ώρα τα έπιναν και τα λέγανε, δε φάνηκε πελάτης στο μπακάλικο. Μικρό το χωριό, αλλά ίσως και καλύτερα που δεν τους διέκοψε κανείς. Είχε περάσει πια η ώρα κι αυτοί δεν ήξεραν σε πιο τσίπουρο βρίσκονταν. Ήταν τσίπουρο με αρκετό γλυκάνισο, όπως άρεσε και στον ξένο. Μιλούσε ο ξένος κι ο μπακάλης κουνούσε απογοητευτικά το κεφάλι του. Μιλούσε ο μπακάλης κι ο ξένος κουνούσε καταφατικά το δικό του το κεφάλι. Στο μυαλό του ξένου, όλη αυτή την ώρα στριφογύριζαν οι γραμμούλες, αλλά είτε από ντροπή είτε από λίγο φόβο, δε βρήκε την ευκαιρία να ρωτήσει τον μπακάλη.
Θα ξημερώνονταν σίγουρα, αν δεν έμπαινε κάποια στιγμή αγριεμένη μια ηλικιωμένη γυναίκα. Από την πρώτη της κραυγή ο ξένος κατάλαβε ότι ήταν η κυρα-Γιώργαινα. Ο μπακάλης σηκώθηκε τσατισμένος, αλλά κι εκείνος αγριεμένος κι άρχισε να μαζεύει το τραπέζι. Ταυτόχρονα έκανε και τις συστάσεις κι ανακοίνωσε στην κυρά του ότι απόψε θα είχαν φιλοξενούμενο στο σπίτι τους. Μπροστά η κυρα-Γιώργαινα με βήμα που δεν έδειχνε τα χρονάκια της, πίσω οι δυο άντρες σιγομιλώντας, έφτασαν στο σπίτι. Η γυναίκα ετοίμασε το κρεβάτι του ξένου, τους καληνύχτισε και τους άφησε να πιουν ένα ποτηράκι ακόμα.
Κάθισαν σε δυο παλιές ψάθινες καρέκλες σ’ ένα μικρό τραπέζι στην κουζίνα συνεχίζοντας χαμηλόφωνα την κουβέντα τους. Τώρα οι λέξεις αρθρώνονταν πιο αργά. Κάποια στιγμή έγινε σιωπή κι ο ξένος βρήκε την ευκαιρία να ζητήσει από τον μπακάλη να του εξηγήσει τι σήμαιναν οι γραμμούλες στις πόρτες των τάφων. Ο μπακάλης φάνηκε για λίγο σκεφτικός, ύστερα σηκώθηκε αργά στηρίζοντας τα χέρια του πάνω στο τραπέζι, προχώρησε κι έκανε νόημα στον ξένο να τον ακολουθήσει.
Μπήκαν σ’ ένα δωμάτιο. Ένα μονό κρεβάτι, ένα παλιό κομοδίνο δίπλα, δυο-τρεις παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες στον ένα τοίχο, μια κεντημένη «Καλημέρα» στον άλλο και μια δίφυλλη ντουλάπα. Ο μπακάλης πλησίασε στην ντουλάπα και την άνοιξε, κάνοντας με το κεφάλι του νόημα στον ξένο να πλησιάσει. Η καρδιά του ξένου πήγε να σπάσει μ’ αυτό που είδε. Ένιωσε να τον περιλούζουν με παγωμένο νερό, μπορεί να ’ταν και καυτό, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει, αλλά δεν είχε σημασία. Έτρεμε ολόκληρος. Στο πάνω μέρος του ενός φύλλου της ντουλάπας, σκαλισμένο το όνομα του μπακάλη, από κάτω μια χρονολογία και πιο κάτω οι γνωστές γραμμούλες.
«Έλα να σου εξηγήσω», του λέει ο μπακάλης. «Το όνομα και την πρώτη χρονολογία τα σκάλισα εγώ. Τη δεύτερη χρονολογία θα τη σκαλίσει η κυρα-Γιώργαινα, όπως μας βλέπω. Και τις γραμμούλες τις σκάλισα εγώ!». Οι τελευταίες λέξεις βγήκαν πιο δυνατά και λίγο θριαμβευτικά μέσα από το στόμα του μπακάλη, που συνέχισε: «Στον τόπο μας αλλιώς μετράμε τα χρόνια που έζησε κάποιος. Κάποτε, πριν πολλά χρόνια, κάνανε μια συμφωνία οι πρόγονοί μας εδώ στο χωριό. Ο καθένας στο σπίτι του να έχει και την ντουλάπα του. Και κάθε βράδυ, όταν πέφτουνε στο κρεβάτι τους, να κάνουνε τον Απολογισμό της μέρας που πέρασε. Αν μπορούσαν να πούνε ότι η μέρα που πέρασε άξιζε της ζήσης τους, σηκώνονταν από το μαξιλάρι τους και σκάλιζαν μια γραμμούλα στην πόρτα της ντουλάπας τους. Μπορεί να περνούσε μέρες, βδομάδες, ίσως μήνες, μπορεί και χρόνια ακόμα, για να σκαλίσει κάποιος μια γραμμούλα. Οι δικές μου είναι αυτές που βλέπεις. Έλεγα κι απόψε να σκάλιζα άλλη μια, αλλά ας όψεται η κυρα-Γιώργαινα…».
Στα τελευταία λόγια του μπακάλη, ο ξένος διέκρινε ένα αδιόρατο χαμόγελο στο πρόσωπό του.
Ηλία, ευχαριστώ πολύ για το κείμενο! :)