webzobbie's attack

Της πέτρας της υπομονή βάλε στο νου θεμέλιο κι ό,τι θα πεις με το θυμό, πες το, καλλιά, με γέλιο!

24.8.07

Ακτινιδιοϊστορίες


Ζεστό, αυγουστιάτικο μεσημεράκι, που καμιά σχέση δεν είχε με τα καλοκαιρινά μεσημέρια των διαφημίσεων. Μόνη της, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με μια τάρτα ακτινίδιο δίπλα της και με τις σκέψεις της ζεστές και κολλημένες στο ταβάνι, έτοιμες να πέσουν πάνω της και να την καταπλακώσουν. Ένα «γιατί;» βάρυνε και, πέφτοντας, της χάραξε μια ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια. Άφησε να της ξεφύγει ένα «Αχ!» και, μαζί του, ένιωσε να φεύγει κι εκείνη από το σώμα της και να ανεβαίνει ψηλά. Το ταβάνι, λες και ήταν φτιαγμένο από… σαντιγί παραμέρισε, επιτρέποντάς της να πετάξει μακριά, πάνω από τις σκέψεις της.

Από ‘κεί ο κόσμος τής φαινόταν διαφορετικός. Τα «γιατί;», τα «πρέπει», τα «δεν μπορώ» της φαινόταν σαν τα βότσαλα στο βυθό της θάλασσας. Απορούσε τι της είχε συμβεί και πώς είχε καταφέρει να ξεγλιστρήσει από τον ίδιο της τον εαυτό. Πριν όμως προλάβει να τρομάξει… βρέθηκε ανάμεσα στα «θέλω», τα «μπορώ», τα «αγαπώ» της. Άπλωσε το χέρι προς ένα «θέλω», μα το αισθάνθηκε κάπως μακρινό. Δοκίμασε να πιάσει ένα «μπορώ», μα, τι κρίμα, ξεγλίστρησε γρήγορα από τα δάχτυλά της. Δειλά, έτεινε το χέρι προς ένα «αγαπώ» και, τι χαρά, το ‘νιωσε σταθερό, απαλό και ζεστό να φωτίζει την παλάμη της.

Δεν καταλάβαινε τίποτα πια. Τα «γιατί;», η ζέστη, το πολύχρωμο σεντόνι, το ταβάνι από… σαντιγί και το ζεστό «αγαπώ» στην παλάμη της έπλεξαν ένα δίχτυ και την τύλιξαν. Πάλευε να ξεφύγει, όμως οι κινήσεις της την πρόδιδαν και το περίεργο δίχτυ την έσφιγγε όλο και πιο πολύ.

Όπως έκανε πάντα στα δύσκολα, άφησε τη σκέψη της να τρέξει σ’ εκείνον. Ο νους της αρπάχτηκε από το γράμμα που ήταν ακουμπισμένο στο κομοδίνο. Μπροστά στα μάτια της ήρθε ο γραφικός του χαρακτήρας να λέει λόγια καθησυχαστικά. «Γλυκέ μου, ιππότη!» ψιθύρισε μ’ ένα χαμόγελο. Ήξερε ότι νοιαζόταν πραγματικά για εκείνη και ότι ποτέ δε θα την άφηνε μόνη. Εκείνη τη στιγμή το «αγαπώ» στην παλάμη της έλαμψε περισσότερο ίσως κι από τον ήλιο και, έτσι μαγικά, όπως είχε εμφανιστεί, το δίχτυ που κόντευε να την πνίξει εξαφανίστηκε. Ελεύθερη πια από τα δεσμά της, έκλεισε τα μάτια και φώναξε δυνατά: «σ’ αγαπώ».

Ανοίγοντας τα μάτια της αντίκρισε τη μητέρα της, σκυμμένη πάνω από το κεφάλι της, να την κοιτά με απορία. Έριξε μια ματιά γύρω της, συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στο δωμάτιό της, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, με την τάρτα ακτινίδιο δίπλα της και ένα βιβλίο ακουμπισμένο στο στήθος. Ισχυρίστηκε, ντροπαλά, ότι έβλεπε όνειρο και πως όλα ήταν εντάξει.

Η μητέρα της έφυγε από το δωμάτιο με ένα βλέμμα απορίας, ενώ εκείνη έριξε μια αμήχανη ματιά στην ανοιχτή σελίδα του βιβλίου της:

"Τα δάχτυλά μου
-στο μαλακό χορτάρι-
βρήκαν τα δάχτυλά σου.

Κράτησα το σφυγμό σου μια στιγμή
κι ένιωσα
-ακόμα πιο πολύ-
τη θέρμη της καρδιάς σου..."

23.8.07

Χρησμός απ' την Πυθία



Η Pythia είπε...

Μόλις το έμαθα κοριτσάκι! Σμακ πάρε κι ένα δωράκι hand-made...

Μια κόρη αποκοιμήθηκε
απ’ του φιλιού το κύμα
τον κόσμο απαρνήθηκε
κρύφτηκε σ’ ένα ποίημα
νεράιδα και πεντάμορφη
κλείνει τα βλέφαρα της
κι αυτό που πόνος είν’ για με
γι’ αυτήν είν’ η χαρά της

Ξύπνα γοργόνα μάγισσα
θαλασσινή ομορφιά μου
να κλέψεις όλα τα φιλιά
κι όλα τα μυστικά μου
Κυρά μου βγες απ’ το όνειρο
να μπω μες την καρδιά σου
κι αν δεν με θέλεις πνίξε με
μέσα στην αγκαλιά σου

28/11/06 17:11


Μου λείπουν πολύ τα "Σμακ" σου, κακούργα μου. Αυτές οι γλυκές σφαλιαρίτσες αγάπης...

Φυσάω φιλάκι ψηλά, να 'ρθει να σε βρει...

21.8.07

Μια πόρτα έχει η ζωή...


Χθες έλαβα από τον elias ένα email με τον τίτλο: "Μια πόρτα έχει η ζωή και μάλιστα... ντουλάπας". Είχε ένα συνημμένο αρχείο, το οποίο, για να 'μαι ειλικρινής, δε διάβασα το ίδιο βράδυ, αλλά σήμερα το πρωί. Στο κυρίως mail ο Ηλίας μού έλεγε: "...Πάρε το και κάν' το ό,τι θες. ΣΟΥ ΤΟ ΧΑΡΙΖΩ! Διαμόρφωσέ το, αφαίρεσε, πρόσθεσε, διέγραψε, άλλαξέ του τα φώτα αν θες..." Ε, λοιπόν, το διάβασα, το ταχτοποίησα σε παραγράφους, κατά την κρίση μου και... το 'φερα να το διαβάσετε κι εσείς!


Του άρεσαν πολύ τα ταξίδια. Τα ταξίδια τα μοναχικά. Ήταν κι αυτός μοναχικός και λίγο παράξενος, όπως λέγανε πολλοί, αλλά το αποδεχότανε ευχάριστα. Ταξίδευε, όχι σε φημισμένες και ξακουστές πολιτείες, αλλά σε τόπους άγνωστους, απόμακρους, σε μικρά χωριουδάκια, που οι κάτοικοί τους σπάνια έβλεπαν επισκέπτες.

Το τωρινό ταξίδι του έφτανε στο τέλος. Έμενε να επισκεφτεί ένα απομονωμένο χωριουδάκι. Όχι ότι ήταν μακριά απ’ τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά ήταν ένα παράξενο χωριουδάκι, που οι κάτοικοι των γύρω χωριών το απέφευγαν! Κάτι μισόλογα που είχε ακούσει σε συνδυασμό με την περιέργειά του τον οδήγησαν σ’ αυτό. Ήταν χτισμένο ανάμεσα σε δυο λόφους κι ένας τρίτος στεκόταν λίγο παραπέρα.

Η πιο μεγάλη παραξενιά του ταξιδιώτη αυτού ήταν ότι, όταν επισκεπτόταν ένα χωριό περνούσε πρώτα από το νεκροταφείο του. Έκανε μια βόλτα ανάμεσα στους τάφους και μετά έμπαινε στο χωριό. Μόνο ο ίδιος ήξερε το λόγο.

Πλησιάζοντας στο χωριό δε δυσκολεύτηκε να διακρίνει στον τρίτο λόφο το στόχο του. Άφησε το δρόμο και, περπατώντας μέσα από χωράφια, έφτασε στο νεκροταφείο του χωριού. Του φάνηκε λίγο παράξενη η πόρτα. Μια μισή, δίφυλλη, ξύλινη πόρτα. Σαν κι αυτές που υπάρχουν σε πολλούς ναούς, στην είσοδο του Ιερού, αλλά και στην είσοδο των παλιών σαλούν της Δύσης.

Έσπρωξε τα δυο φύλλα και μπήκε μέσα. Είχαν δει τα μάτια του χιλιάδες τάφους, αλλά αυτό που έβλεπε τώρα παραήταν παράξενο. Αντί για ένα κομμάτι μάρμαρου μπηγμένο στο κεφάλι του τάφου, τα μάτια του έβλεπαν ένα μεγάλο κομμάτι ξύλου. Θα ‘χε δυο σπιθαμές φάρδος και κάνα δυο μέτρα ύψος. Σκέφτηκε ότι δε θα υπήρχε λατομείο στην περιοχή ή ότι δε θα υπήρχε μαρμαράς στα γύρω χωριά.

Πλησιάζοντας ακόμα πιο κοντά στους πρώτους τάφους κι εξετάζοντάς τους από κοντά, η έκπληξή του έγινε ακόμα μεγαλύτερη. Τα κομμάτια ξύλου δεν ήταν παρά ένα φύλλο πόρτας από ντουλάπα! Ντουλάπα κρεβατοκάμαρας! Σε κάθε τάφο κι ένα φύλλο πόρτας. Πόρτες να δουν τα μάτια σου! Άλλες μεγάλες, άλλες μικρές, άλλες απλές, άλλες με σκαλίσματα, λογιών λογιών αποχρώσεις του καφετιού ξύλου, άλλες από ξύλο καρυδιάς ή κερασιάς, μερικές από ξύλο μουριάς και λίγες από ξύλο τριανταφυλλιάς. Και σε όλες επάνω σκαλισμένα ένα όνομα, από κάτω δυο χρονολογίες κι πιο κάτω… γραμμούλες. Μικρές κάθετες γραμμούλες, η μία δίπλα στην άλλη σε σειρές. Το όνομα του μακαρίτη, οι χρονιές που γεννήθηκε και πέθανε και οι γραμμούλες. «Τα χρόνια που θα έζησε ο μακαρίτης», υπέθεσε. «Πρωτότυπο το τελευταίο!», σκέφτηκε.

Προχωρώντας μέτρησε σε μια πόρτα μόνο δεκαεπτά γραμμούλες. Ασυναίσθητα ένιωσε να σφίγγει τα χείλη του. Σε μια διπλανή, ογδόντα πέντε γραμμούλες. Σε μια άλλη μόνο επτά γραμμούλες! Μικρό παιδάκι! Θα είχε άραγε προλάβει να κάνει συμμαθητές; Κοντοστάθηκε. Ο αριθμός των γραμμών δεν ταίριαζε με το αποτέλεσμα της αφαίρεσης των δύο χρονολογιών. Αυτό τώρα το πρόσεξε. Το ίδιο συνέβαινε με όλες τις πόρτες τριγύρω του. Σε καμιά πόρτα δεν ταίριαζαν χρονολογίες και γραμμές. Κάτι άλλο έλεγαν, λοιπόν, οι γραμμούλες ! Τι όμως;

Προχωρώντας ανάμεσα στις πόρτες, διαβάζοντας ονόματα και χρονολογίες και μετρώντας γραμμούλες, δεν κατάλαβε ότι ο ήλιος είχε δύσει κι είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Τράβηξε βιαστικά προς την έξοδο και πριν σπρώξει τα δυο φύλλα της πόρτας για να βγει, του φάνηκε ότι η πόρτα του τελευταίου τάφου που έβλεπε, σα να είχε πολλές γραμμούλες. Πλησίασε κι άρχισε να μετρά γρήγορα. Κάποια στιγμή τα μάτια του μπερδεύτηκαν κι άρχισε να ξαναμετρά. Έκανε αρκετές στάσεις στο μέτρημα, όχι για να μην ξαναμπερδευτεί, αλλά γιατί τα μάτια του άρχιζαν να τσούζουν και να γουρλώνουν. Διακόσιες δεκαοχτώ γραμμούλες! Είχε δει και είχε ακούσει πολλά παράξενα, αλλά αυτό παραήταν.

Βγήκε ταραγμένος από το νεκροταφείο και κατευθύνθηκε προς το χωριό. Όταν έφτασε στην πλατεία του χωριού είχε πια πέσει η νύχτα. Είδε ένα μαγαζί φωτισμένο και κατευθύνθηκε προς τα κει. Ήταν ένα παραδοσιακό μπακάλικο. Στάθηκε στην πόρτα για λίγο, έριξε μέσα το ζαλισμένο βλέμμα του εξερευνητικά και είδε στα ράφια ακατάστατα τοποθετημένα διάφορα πράγματα. Ό,τι χρειάζεται για την καθημερινή ζωή του ένα σπίτι στο χωριό. Είχε και μια παράξενη, απροσδιόριστη μυρουδιά. Κάτι ανάμεσα σε καπνίλα, ξινίλα, ταγκίλα… Το μάτι του έπεσε σ’ ένα βαρέλι σε μια άκρη. Μια καρτέλα κρεμόταν στο πλάι κι έγραφε «Φωτιστικό Πετρέλαιο». Αυτό μπορούσε να το μυρίσει κι από τη θέση του.

Μπήκε μέσα, καλησπέρισε, συστήθηκε και κάθισε σ’ ένα ξύλινο σκαμνάκι. Υπήρχαν κι άλλα τρία-τέσσερα γύρω από ένα χαμηλό τραπέζι. Σκέφτηκε ότι το μπακάλικο θα λειτουργούσε και σαν ουζερί. Ο μπάρμπα-Γιώργης, ο μπακάλης, που τα είχε τα χρονάκια του, ήταν ένας απλός, καλόκαρδος χωρικός, ολίγον σοβαρός, αλλά μάλλον περισσότερο από την κούραση της μέρας. Αφού αντάλλαξαν τις συνηθισμένες τυπικές κουβέντες, βρέθηκαν να κάθονται αντικριστά γύρω απ’ το χαμηλό τραπέζι και να πίνουν το πρώτο τους τσίπουρο. Ο μεζές φτωχικός, αλλά με βασιλική νοστιμιά. Λίγες ελιές, μικρά κομμάτια φέτας, λίγες αντσούγιες βουτηγμένες σε χοντρό αλάτι, λίγες πιπεριές τουρσί, μια ντομάτα κομμένη στα τέσσερα. Στ’ αλήθεια βασιλικό γεύμα.

Όση ώρα τα έπιναν και τα λέγανε, δε φάνηκε πελάτης στο μπακάλικο. Μικρό το χωριό, αλλά ίσως και καλύτερα που δεν τους διέκοψε κανείς. Είχε περάσει πια η ώρα κι αυτοί δεν ήξεραν σε πιο τσίπουρο βρίσκονταν. Ήταν τσίπουρο με αρκετό γλυκάνισο, όπως άρεσε και στον ξένο. Μιλούσε ο ξένος κι ο μπακάλης κουνούσε απογοητευτικά το κεφάλι του. Μιλούσε ο μπακάλης κι ο ξένος κουνούσε καταφατικά το δικό του το κεφάλι. Στο μυαλό του ξένου, όλη αυτή την ώρα στριφογύριζαν οι γραμμούλες, αλλά είτε από ντροπή είτε από λίγο φόβο, δε βρήκε την ευκαιρία να ρωτήσει τον μπακάλη.

Θα ξημερώνονταν σίγουρα, αν δεν έμπαινε κάποια στιγμή αγριεμένη μια ηλικιωμένη γυναίκα. Από την πρώτη της κραυγή ο ξένος κατάλαβε ότι ήταν η κυρα-Γιώργαινα. Ο μπακάλης σηκώθηκε τσατισμένος, αλλά κι εκείνος αγριεμένος κι άρχισε να μαζεύει το τραπέζι. Ταυτόχρονα έκανε και τις συστάσεις κι ανακοίνωσε στην κυρά του ότι απόψε θα είχαν φιλοξενούμενο στο σπίτι τους. Μπροστά η κυρα-Γιώργαινα με βήμα που δεν έδειχνε τα χρονάκια της, πίσω οι δυο άντρες σιγομιλώντας, έφτασαν στο σπίτι. Η γυναίκα ετοίμασε το κρεβάτι του ξένου, τους καληνύχτισε και τους άφησε να πιουν ένα ποτηράκι ακόμα.

Κάθισαν σε δυο παλιές ψάθινες καρέκλες σ’ ένα μικρό τραπέζι στην κουζίνα συνεχίζοντας χαμηλόφωνα την κουβέντα τους. Τώρα οι λέξεις αρθρώνονταν πιο αργά. Κάποια στιγμή έγινε σιωπή κι ο ξένος βρήκε την ευκαιρία να ζητήσει από τον μπακάλη να του εξηγήσει τι σήμαιναν οι γραμμούλες στις πόρτες των τάφων. Ο μπακάλης φάνηκε για λίγο σκεφτικός, ύστερα σηκώθηκε αργά στηρίζοντας τα χέρια του πάνω στο τραπέζι, προχώρησε κι έκανε νόημα στον ξένο να τον ακολουθήσει.

Μπήκαν σ’ ένα δωμάτιο. Ένα μονό κρεβάτι, ένα παλιό κομοδίνο δίπλα, δυο-τρεις παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες στον ένα τοίχο, μια κεντημένη «Καλημέρα» στον άλλο και μια δίφυλλη ντουλάπα. Ο μπακάλης πλησίασε στην ντουλάπα και την άνοιξε, κάνοντας με το κεφάλι του νόημα στον ξένο να πλησιάσει. Η καρδιά του ξένου πήγε να σπάσει μ’ αυτό που είδε. Ένιωσε να τον περιλούζουν με παγωμένο νερό, μπορεί να ’ταν και καυτό, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει, αλλά δεν είχε σημασία. Έτρεμε ολόκληρος. Στο πάνω μέρος του ενός φύλλου της ντουλάπας, σκαλισμένο το όνομα του μπακάλη, από κάτω μια χρονολογία και πιο κάτω οι γνωστές γραμμούλες.

«Έλα να σου εξηγήσω», του λέει ο μπακάλης. «Το όνομα και την πρώτη χρονολογία τα σκάλισα εγώ. Τη δεύτερη χρονολογία θα τη σκαλίσει η κυρα-Γιώργαινα, όπως μας βλέπω. Και τις γραμμούλες τις σκάλισα εγώ!». Οι τελευταίες λέξεις βγήκαν πιο δυνατά και λίγο θριαμβευτικά μέσα από το στόμα του μπακάλη, που συνέχισε: «Στον τόπο μας αλλιώς μετράμε τα χρόνια που έζησε κάποιος. Κάποτε, πριν πολλά χρόνια, κάνανε μια συμφωνία οι πρόγονοί μας εδώ στο χωριό. Ο καθένας στο σπίτι του να έχει και την ντουλάπα του. Και κάθε βράδυ, όταν πέφτουνε στο κρεβάτι τους, να κάνουνε τον Απολογισμό της μέρας που πέρασε. Αν μπορούσαν να πούνε ότι η μέρα που πέρασε άξιζε της ζήσης τους, σηκώνονταν από το μαξιλάρι τους και σκάλιζαν μια γραμμούλα στην πόρτα της ντουλάπας τους. Μπορεί να περνούσε μέρες, βδομάδες, ίσως μήνες, μπορεί και χρόνια ακόμα, για να σκαλίσει κάποιος μια γραμμούλα. Οι δικές μου είναι αυτές που βλέπεις. Έλεγα κι απόψε να σκάλιζα άλλη μια, αλλά ας όψεται η κυρα-Γιώργαινα…».

Στα τελευταία λόγια του μπακάλη, ο ξένος διέκρινε ένα αδιόρατο χαμόγελο στο πρόσωπό του.


Ηλία, ευχαριστώ πολύ για το κείμενο! :)

17.8.07

Επιστροφή

Είχαν περάσει εφτά χρόνια από τότε που έφυγε και άφησε πίσω της γονείς και συγγενείς. Κάποτε, στο ξεκίνημα της φοιτητικής της ζωής, σκεφτόταν την επιστροφή της σαν μακρινό ενδεχόμενο. Δεν ήταν στα άμεσα σχέδιά της να επιστρέψει στο νησί της και να ζήσει μόνιμα εκεί. Η ροή των πραγμάτων όμως, την ανάγκασε να γυρίσει πίσω. Ένιωθε μπερδεμένη. Ήταν σίγουρη πως μια νέα αρχή ανοιγόταν μπροστά της, όμως κάθε τι άγνωστο την τρόμαζε πολύ. Όλοι της έλεγαν πως θα ‘πρεπε να αισθάνεται τυχερή για την επιστροφή της, όμως εκείνη, δεν έπαυε στιγμή να αμφιβάλει και να ανησυχεί για τα πάντα. Γι’ αυτό ίσως ευθυνόταν το νεαρό της ηλικίας της. Ίσως πάλι να ‘ταν και η συνήθεια του να ζει μόνη και να φροντίζει η ίδια τον εαυτό της. Ήταν η ίδια συνήθεια, για την οποία είχε πάμπολλες φορές κλάψει, ουρλιάξει, καταραστεί τη μοναξιά της…

Ανέκαθεν ζούσε μια ήπια ζωή, χωρίς εντάσεις, χωρίς πολλές παρέες, χωρίς υπερβολές. Οι φίλοι της τη μάλωναν πως ζούσε μια ζωή άχρωμη, άγευστη και άοσμη. Εκείνη… ονόμαζε τη μοναξιά «ελευθερία» και χωνόταν ολοένα και πιο βαθιά στο καβούκι της. Χαιρόταν με τη χαρά των άλλων και πονούσε με τον πόνο των άλλων. Ζούσε μια ζωή δανεική.

Λίγες μέρες μετά την επιστροφή της, παρατήρησε μια αλλαγή στον εαυτό της. Είχε περισσότερη όρεξη να ζήσει τη δική της ζωής. Να πειραματιστεί, να γευτεί, να απορρίψει, ήταν έτοιμη ακόμα και να αποτύχει, κάτι που, παλιότερα, την έκανε να χάνει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια της. Τώρα πια ο γυρισμός της στο νησί δεν την τρόμαζε μονάχα, τη γοήτευε κιόλας. Ήταν σίγουρη πως μια ιπτάμενη δύναμη προπορευόταν και της άνοιγε το δρόμο, ενθαρρύνοντας την να προχωρήσει. Η στροφή που συνέβαινε στη ζωή της ήταν καθοριστική. Η καρδιά της είχε πλημμυρίσει από ανυπομονησία αλλά και αισιοδοξία συνάμα. Μόνο σ’ ένα μικρό τμήμα της ψυχής της φώλιαζε ο φόβος και η αβεβαιότητα. Η μαγική δύναμη που οδηγούσε τα βήματά της ράντιζε το δρόμο της με ονειρόσκονη.

Έτσι, άρχισε να οραματίζεται και να σχεδιάζει το μέλλον. Ένα μέλλον δικό της, χτισμένο γερά πάνω σε θετικές σκέψεις και καλή διάθεση. Πλέον παρατηρούσε την ομορφιά που υπήρχε γύρω της. Όχι, δεν έγινε αδιάφορη για τους ανθρώπους που αγαπούσε, ούτε έπαψε ποτέ να τους νοιάζεται και να τους συμπαραστέκεται όπως μπορούσε, απλά, μια φωνή μέσα της της έλεγε πως είναι καιρός για ένα νέο ξεκίνημα, δυναμικό, μυστηριώδες, δικό της! Ήταν πια σχεδόν σίγουρη ότι η επόμενη ημέρα ζητούσε από ‘κείνη ένα χαμόγελο και ένα κλείσιμο του ματιού…

9.8.07

Αντίο Κέρκυρα...


Χμ... Τώρα πρέπει κάτι να γράψω για να αποχαιρετήσω τα παιδιά μου, το διευθυντή μου και την οικογένειά του, τη σπιτονοικοκυρά μου και, γενικότερα, την Κέρκυρα που με φιλοξένησε δυο χρόνια; Πρέπει να πω "αντίο", δηλαδή; Δε θέλω! Και δε νομίζω ότι μπορώ κιόλας... Εσάς, τους e-φίλους μου, θα σας ξανα-e-δώ όταν εγκατασταθώ μόνιμα κάπου. Δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πότε, κάποτε όμως θα... τοποθετηθώ και θα... διχτυωθώ.

Να ομορφοπερνάτε! Και να ρίχνετε και καμιά ματιά στο μπλογκόσπιτό μου! e-πατερούλη, τα νερά τα έκλεισα, για καλό και για κακό. Δεν ξέρω με τα δακρυάκια που θολώνουν το χώρο γύρω τι θα γίνει. Ελπίζω να μην... πλημμυρίσουμε. Αλλά κι αν πλημμυρίσουμε, τι έγινε; Καλοκαιράκι είναι, οι βουτιές κι οι απλωτές κάθε άλλο παρά ανεπιθύμητες θεωρούνται...

Φιλάκια αλμυρά, λοιπόν...


Υ.Γ. Αφεντικό... ευχαριστώ πολύ πολύ πολύ, για όλα! Και πάλι... τίποτα δε λέω... Θα τα λέμε, Πιστοποιημένε μου, αρκεί να μη χάσετε πάλι τους... κωδικούς του eduportal! :) Και να θυμάστε ότι τον υπολογιστή τον κλείνουμε από την Έναρξη και όχι με... κλοτσιά! Σημειώστε ότι έμαθα να κάνω λεπτές χειρουργικές επεμβάσεις στο μόντεμ με... κατσαβίδι και εμπέδωσα ότι... "Ο παλιός είναι αλλιώς"! Ξέρω πια ότι όλα είναι θέμα γραμματικής και ορθογραφίας :Ρ και ότι η αλυσίδα στο πόδι... "μου κάνει πολλή μέση"! Αφεντικό...
αγκαλιά αλμυρή και φιλάκι...

7.8.07

Οι διακοπές ενός μικρού αρκουδιού 5

Τυχερά, στην ατυχία τους, τα αρκουδάκια είδαν το αεροπλανάκι που είχε προσφερθεί να ακολουθήσει τη διαδρομή τους και να προσφέρει βοήθεια, όποτε την είχαν ανάγκη, να προσγειώνεται με έναν επικίνδυνο ελιγμό, μέσα σε ένα ακαλλιέργητο χωράφι, δίπλα στη λιμνούλα.

-Κάντε γρήγορα, παιδιά, φώναξε ο πιλότος του. Καλύτερα να μη χάνουμε χρόνο, σε λίγο θα νυχτώσει.

Τα δυο αρκουδάκια πήδηξαν στις θέσεις του αεροπλάνου και ο επιδέξιος χειριστής του το απογείωσε ομαλά. Τώρα μπορούσαν να βλέπουν από ψηλά την καλλιεργημένη γη και τα χωριουδάκια της περιοχής. Σε λίγη ώρα, το αεροπλανάκι πέταξε πάνω από τον ουρανό μιας μεγάλης πόλης. Ψηλά χτίρια, γήπεδα ποδοσφαίρου και στίβου, δρόμοι να σμίγουν και να μπερδεύονται σαν κουβάρι που το ‘χει μπερδέψει σκανταλιάρικο γατί και, εκεί στην άκρη της πόλης, η γαλανή θάλασσα!

-Θα πετάξουμε πιο χαμηλά, είπε ο πιλότος στα αρκουδάκια, και θα προσπαθήσουμε να βρούμε το ξενοδοχείο του Γιώργου. Θυμάσαι κάποιο χαρακτηριστικό της περιοχής; ρώτησε το αρκουδάκι.

-Θυμάμαι ότι το ξενοδοχείο μας ήταν κοντά στο λιμάνι και ότι στην κορυφή του ήταν μια μεγάλη ταμπέλα με έναν άνθρωπο. Άκουσα τη μαμά του Γιώργου να του εξηγεί πως αυτός ο ημίγυμνος, ξυπόλητος άνθρωπος της ταμπέλας, με τα μακριά μαλλιά ήταν ένας αρχαίος βασιλιάς. Να δεις… Μίνωα τον είπε! Και πόση εντύπωση μου έκανε που κοτζάμ βασιλιάς ήταν… ξυπόλητος!

Οι τρεις φίλοι πέταξαν για πολλή ώρα πάνω από τη μεγαλούπολη. Πετούσαν χαμηλά, κοιτώντας όλες τις φωσφορίζουσες ταμπέλες των ξενοδοχείων και των κέντρων διασκέδασης. Ο ήλιος είχε ήδη αρχίσει να βουτάει στη θάλασσα και είχε βάψει τον ουρανό μ’ ένα υπέροχο πορτοκαλί χρώμα, όταν η αρκουδίνα φώναξε δυνατά:

-Κοιτάξτε! Εκεί! Να ο ξυπόλητος βασιλιάς!

Πράγματι, ο βασιλιάς Μίνωας φάνταζε μεγαλόπρεπος και καμαρωτός πάνω στη στέγη ενός μεγάλου ξενοδοχείου. Ο πιλότος κατέβασε το αεροπλάνο ακόμα πιο χαμηλά και τώρα οι τρεις φίλοι μπορούσαν να δουν καθαρά τον κόσμο να απολαμβάνει τον καφέ και το φαγητό του γύρω από μια μεγάλη πισίνα.

-Κατέβα ακόμα λίγο, σε παρακαλώ, είπε το αρκουδάκι στον πιλότο, νομίζω πως κάτι βλέπω εκεί κάτω.

Το αρκουδάκι είχε απόλυτο δίκιο. Ξεχώρισε, από μακριά, το Γιώργο να παίζει κυνηγητό γύρω από την πισίνα με τα άλλα παιδιά του ξενοδοχείου. «Μια χαρά τα κατάφερε στην παρέα του, ο ντροπαλός μου!», σκέφτηκε το αρκουδάκι και φούσκωσε από χαρά.

Τελευταίος επικίνδυνος ελιγμός με βουτιά του αεροπλάνου και… ομαλή προσγείωση στις ψάθες και τις πετσέτες κάποιου από τους λουόμενους.

-Ουφ! Επιτέλους! αναστέναξε με ανακούφιση η αρκουδίνα.

Το αρκουδάκι είχε ήδη κατέβει μ’ ένα σάλτο από το αεροπλάνο και έτρεχε προς το μέρος του Γιώργου. Σταμάτησε πάνω στο γνώριμο φουσκωτό στρώμα του, λίγα μέτρα μακριά του και τον καμάρωνε να παίζει και να γελάει με τους καινούργιους του φίλους. Δε θέλησε ούτε στιγμή να αποσπάσει την προσοχή του μικρούλη του από την παρέα και έτσι, περίμενε καρτερικά ώσπου τα παιδιά να τελειώσουν το κυνηγητό. Ήταν σίγουρο ότι τα πιτσιρίκια δε θα αργούσαν να κουραστούν και ο γλυκός του φιλαράκος σύντομα θα ερχόταν αντιμέτωπος με μια ευχάριστη έκπληξη…

Τ Ε Λ Ο Σ

6.8.07

Οι διακοπές ενός μικρού αρκουδιού 4


Έτσι, λοιπόν, τα δυο αρκουδάκια μπήκαν στο ταξί και έδεσαν τις ζώνες τους. Το ίδιο έκανε και ο οδηγός και ξεκίνησαν. Η εκκίνηση ήταν λίγο… άδοξη και τα δυο αρκουδάκια έβγαλαν μια κραυγή τρόμου καθώς έκλειναν τα μάτια τους και γαντζώνονταν στα καθίσματά τους. Ο Πινόκιο, θέλοντας να διασκεδάσει το φόβο τους, άρχισε να μιλά για τις ικανότητές του στην οδήγηση, αλλά και για τους διάσημους φίλους του.

Είχαν βγει από την πόλη και κινούνταν σε ένα πιο ήσυχο δρόμο με πολλές ανηφόρες και κατηφόρες. Δεξιά κι αριστερά του δρόμου τα αρκουδάκια μπορούσαν να δουν καλλιεργημένα χωράφια με αμπέλια και ελιές. Αλλού πάλι παρατήρησαν μεγάλα θερμοκήπια και ανθρώπους να κουβαλάνε μεγάλα τελάρα με φρεσκότατα λαχανικά.

Ο Πινόκιο δεν είχε σταματήσει ούτε στιγμή να λέει τις ιστορίες του. Η μύτη του είχε αρχίσει να μεγαλώνει επικίνδυνα, τόσο που τα αρκουδάκια είχαν μείνει άφωνα και τον κοιτούσαν με μάτια γουρλωμένα. Όμως ο Πινόκιο δεν έδινε σημασία στο έντρομο βλέμμα των φίλων του, ούτε στη μύτη του που άγγιζε πια το τιμόνι.

-Έχω μεταφέρει ένα σωρό διασημότητες με το ταξί μου! καυχιόταν στα αρκουδάκια. Την Μπάρμπι, τη Σίσσυ, το Μικρό Πρίγκιπα, τον Παπουτσωμένο Γάτο… Αυτή όμως που δε θα ξεχάσω ποτέ, ήταν η Σταχτοπούτα! Καθώς έβγαινε από το παλάτι του πρίγκιπα, όπου γινόταν ο χορός, περασμένες 12:00 τα μεσάνυχτα, με το υπέροχο, λαμπερό φόρεμα, τα πανέμορφα κοσμήματα και το μοναδικό γυάλινο γοβάκι, εγώ ήμουν αυτός που βρέθηκε μπροστά της για να τη μεταφέρει σπίτι της. Η άμαξά της, βλέπετε, είχε ήδη μεταμορφωθεί σε κολοκύθα και κάποιος έπρεπε να την πάει γρήγορα σπίτι της, πριν προλάβει να γίνει πάλι το φτωχό και κουρελοντυμένο κορίτσι. Φανταστείτε τι θα γινόταν αν την έβλεπε ο πρίγκιπας σ’ αυτά τα χάλια!

Αυτά είπε ο Πινόκιο, όταν ξαφνικά ένας δυνατός κρότος από σπάσιμο τζαμιού ακούστηκε. Το ψέμα του ήταν τόσο μεγάλο, αυτή τη φορά, που η μύτη του μεγάλωσε απότομα και… κρακ!... έσπασε το παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Οι τρεις επιβάτες τα ‘χασαν. Το ταξί ξέφυγε από τον έλεγχο του οδηγού του και… τσουπ!... βρέθηκε μισοβουλιαγμένο σε μια λιμνούλα. Ευτυχώς, όμως, κανείς τους δεν έπαθε τίποτα. Οι ζώνες που φορούσαν τους προστάτεψαν από τον τραυματισμό. Τα δυο αρκουδάκια τρομαγμένα, χρησιμοποίησαν τη μύτη του Πινόκιο σαν γέφυρα για να περάσουν στην απέναντι όχθη της λίμνης. Όσο για εκείνον, τρόμαξε τόσο πολύ, που μάλλον θα κάνει πολύ καιρό να ξαναπεί ψέμα.

5.8.07

Οι διακοπές ενός μικρού αρκουδιού 3


Έτσι, τα δυο αρκουδάκια πήδηξαν από το κομοδίνο που ήταν ακουμπισμένα και κινήθηκαν προς την κουζίνα, όπου βρισκόταν η ποντικότρυπα που είχε αναφέρει η αρκουδίνα. Πράγματι χώρεσαν μια χαρά και σε λίγη ώρα βρέθηκαν έξω, στο προαύλιο του σπιτιού με τον καταπράσινο κήπο. Τίναξαν τους σοβάδες από πάνω τους και έριξαν μια ματιά γύρω τους. Κατά πού να τραβήξουν; Εντελώς στην τύχη αποφάσισαν να κινηθούν ευθεία μπροστά. Έφτασαν στο φράχτη του προαυλίου, τον ανέβηκαν με λίγο κόπο, όμως ήταν αρκετά ψηλά για να πηδήξουν από ‘κεί στο «δόμο». Έπρεπε να περάσουν πρώτα στο βρωμερό σκουπιδοτενεκέ και από ‘κεί να γλιστρήσουν κάτω.

-Έλα, μη φοβάσαι, ακολούθα με, είπε η αρκουδίνα στο αρκουδάκι και μ’ ένα σάλτο βρέθηκαν στο καπάκι του σκουπιδοτενεκέ.

Ένα απειλητικό «γρρρρρρρρρ» τους έκοψε τα πόδια. Τα δυο αρκουδάκια πάγωσαν στο θέαμα. Μπροστά τους βρίσκονταν αγριεμένες δυο μεγάλες γάτες, με το τρίχωμα όρθιο από τα νεύρα και τις πλάτες σαν τόξο έτοιμο να εκτοξεύσει τα φαρμακερά βέλη του.

-Τι δουλειά έχετε στο σκουπιδοτενεκέ μας; γρύλισε απειλητικά η πορτοκαλί αγριόγατα.

Τα αρκουδάκια είχαν καταπιεί τις γλωσσίτσες τους, ενώ τα ποδαράκια τους είχαν γίνει βαριά, σαν μολύβι.

-Το φαγητό είναι λιγοστό! Εξαφανιστείτε γρήγορα και μην τολμήσετε να ξαναφανείτε από εδώ! Δρόμοοοοοοοοοοο! Γρύλισε και η μαύρη γάτα με τα πρασινοκίτρινα μάτια.

Τα αρκουδάκια το ‘βαλαν στα πόδια και έτρεξαν τόσο πολύ που νόμισαν ότι θα πέθαιναν. Σταμάτησαν μετά από κάμποση ώρα, κατάκοπα, για να συνειδητοποιήσουν ότι ο κίνδυνος ήταν πια πολύ μακριά. Όμως, πριν προλάβουν να πάρουν μια ανάσα… Ββββββζζζζζζζζζζιιιιιν! Ένα αυτοκίνητο κόντεψε να παρασύρει την αρκουδίνα.

-Πρόσεξεεεεεε! Ένα αφοκίνητοοοοοοοοο! φώναξε το αρκουδάκι τραβώντας την αρκουδίνα δυνατά προς το μέρος του.

-Πάμε να φύγουμε από το δόμο, είπε η αρκουδίνα μόλις κατάφερε να αρθρώσει λέξη.

Στην προσπάθειά τους να βγουν από τον επικίνδυνο δρόμο, τα δυο αρκουδάκια, κατέληξαν σ’ ένα μακρύ και σκοτεινό τούνελ. Όμως ούτε κι εκεί, έμειναν ήρεμα. Από το τούνελ περνούσαν σιδηροδρομικές γραμμές και τα τρένα σφύριζαν δίπλα τους. Ο εφιάλτης τους σταμάτησε όταν, μετά από πολλή ώρα, μετά από πολύ κόπο, ιδρώτα, άγχος και φόβο κατάφεραν να δουν φως στην άκρη του τούνελ.

-Επιτέλους, ησυχάσαμε! Κοντέψαμε να γίνουμε αρκουδόσταμπες στο δόμο, είπε η αρκουδίνα, ενώ το αρκουδάκι προσπαθούσε να συνέλθει από την τρομάρα.

Ξαφνικά ένα δυνατό φρενάρισμα και ένας ανατριχιαστικός ήχος σύγκρουσης ακούστηκε. Τα αρκουδάκια έτρεξαν προς το μέρος απ’ όπου ερχόταν ο φοβερός ήχος. Μία νταλίκα είχε συγκρουστεί με κολόνα της ΔΕΗ και το φορτίο της είχε σκορπιστεί σε όλο το δρόμο. Ευτυχώς ο οδηγός της δεν έπαθε απολύτως τίποτα. Ήταν όμως εμφανώς τρομαγμένος και ζαλισμένος. Κόσμος μαζεύτηκε εκεί γύρω και σε λίγα λεπτά οι σειρήνες της αστυνομίας κατέφτασαν βιαστικές. Τα αρκουδάκια τρύπωσαν μέσα στο πλήθος χωρίς να γίνουν αντιληπτά από κανένα. Έτσι, κατάφεραν να παρατηρήσουν το περίεργο φορτίο της νταλίκας σκορπισμένο εδώ κι εκεί. Ήταν παιχνίδια! Πολύχρωμα αυτοκίνητα, μπάλες, κούκλες, κιθάρες, ηλεκτρονικά, ό,τι μπορείς να φανταστείς! Και όλα σκορπισμένα και σοκαρισμένα από το ατύχημα. Όλα αναρωτιόταν τι είχε συμβεί και πώς βρέθηκαν καταμεσής του δρόμου με τόσο κόσμο μαζεμένο γύρω τους.

-Οχ, οχ! Το τιμόνι μου! παραπονιόταν ένα αυτοκινητάκι.

-Οοοοχ, το πόδι μου! έκλαιγε μια κουκλίτσα παραδίπλα.

-Μα, τι συνέβη; αναρωτιόταν ένα μεγάλο ξυπνητήρι.

-Πώς είναι δυνατό να βρίσκομαι στη μέση του δρόμου; Έπρεπε ήδη να είμαι στο δωμάτιο του κοριτσιού που με παράγγειλε, έλεγε μια κουκλίτσα με ξανθές μπούκλες. Ενώ ένα κίτρινο ταξί ανοιγόκλεινε τις πόρτες του που πάνω έγραφαν «κλείνετε σιγά».

-Τι πάθατε, καημενούλια! είπε το αρκουδάκι, ενώ πλησίαζε το κίτρινο ταξί. Το μεγάλο αφοκίνητο που σας μετέφερε τράκαρε και γι’ αυτό βρεθήκατε καταμεσής του καυτού δόμου.

-Όλα πάνε στραβά, παραπονέθηκε η αρκουδίνα και τα αφτάκια της κατσούφιασαν. Τώρα; Πώς θα πάμε στο Γιώργο; Μαζεύτηκε πολύς κόσμος και εμείς έχουμε κουραστεί πάρα πολύ. Πώς θα φύγουμε χωρίς να μας δουν;

Ο οδηγός του κίτρινου ταξί κατέβηκε και πλησίασε την αρκουδίνα.

-Τι συμβαίνει, παιδιά; Τι πάθατε και ποιος είν’ αυτός ο… Γιώργος;

-Ο Γιώργος είναι ο πεντάχρονος φίλος που με πήρε από το λούνα παρκ, είπε το αρκουδάκι και τα μάτια του γέμισαν θλίψη. Όμως, συνέχισε, χαθήκαμε στις διακοπές και η φίλη μου η αρκουδίνα, από ‘δώ, με βοηθάει να πάμε στο ξενοδοχείο που μένει ο Γιώργος, να τον βρούμε.

-Όμως δεν ξέρουμε πού είναι αυτό το ξενοδοχείο και όλα μάς πάνε πολύ στραβά από την ώρα που βγήκαμε από το σπίτι, εξήγησε, με την ίδια θλίψη, η αρκουδίνα.

-Μην ανησυχείτε, παιδιά! είπε ο ταξιτζής. Εγώ θα σας βοηθήσω να φύγετε από ‘δώ και να βρείτε το φίλο σας! Το ταξί μου στη διάθεσή σας!

-Μπορείς να οδηγήσεις σ’ αυτούς τους επικίνδυνους δόμους με τα τόσα αφοκίνητα; ρώτησε με λαχτάρα το αρκουδάκι.

-Φυσικά και μπορώ! Είμαι ο γνωστός Πινόκιο, το καλύτερο τιμόνι όλου του παιχνιδόκοσμου!

Τα αρκουδάκια, αλλά και μερικά παιχνίδια που είχαν μαζευτεί εκεί γύρω, θαύμασαν τον άξιο οδηγό. Μόνο ένα αεροπλανάκι έδειξε κάποια δυσπιστία. Πήρε, λοιπόν, το λόγο και πρότεινε:

-Εντάξει, Πινόκιο! Πάρε εσύ τους δυο φίλους μας, ξεκινήστε, κι εγώ θα σας ακολουθώ από ψηλά, μήπως και χρειαστείτε βοήθεια στην πορεία…

4.8.07

Οι διακοπές ενός μικρού αρκουδιού 2

Το ψάρι είχε πιαστεί στα δίχτυα ενός ψαρά. Όταν εκείνος ετοιμάστηκε να το μαγειρέψει, ανοίγοντας την κοιλιά του, βρέθηκε μπροστά στο παράξενο θέαμα. Πήρε το αρκουδάκι που δεν είχε πάθει το παραμικρό από την όλη περιπέτειά του και το χάρισε στην κορούλα του, τη Μάγια. Το κοριτσάκι, δέχτηκε το αρκουδάκι με χαρά και το έβαλε δίπλα στην αρκουδίνα που ήδη είχε. Έτσι, μια νέα φιλία γεννήθηκε μεταξύ των δυο αρκουδιών, που όλο το βράδυ συζητούσαν για την καταγωγή και τα όνειρά τους, τους φίλους τους και τις επιθυμίες τους.

Σύντομα η κουβέντα έφτασε και στο Γιώργο. Το αρκουδάκι μίλησε με αγάπη, αλλά και απογοήτευση γι’ αυτόν. Στενοχωριόταν τόσο μακριά του… Η αρκουδίνα διέκρινε τη θλίψη στα λόγια και στα μάτια του αρκουδιού και πρότεινε με θάρρος:

-Τι λες; Θες να πάμε να βρούμε το φίλο σου το Γιώργο; Τώρα που όλοι κοιμούνται, είναι μια καλή ευκαιρία να φύγουμε, χωρίς να μας πάρει είδηση κανείς!

Το αρκουδάκι γούρλωσε τα ματάκια του, ενώ η καρδούλα του χτυπούσε γρήγορα από τον ενθουσιασμό και τη λαχτάρα να ξαναβρεθεί στην αγκαλιά του αγαπημένου του φίλου. Έτσι, ξεπέρασε τους όποιους φόβους του και ζήτησε να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες για τον τρόπο με τον οποίο θα έφευγαν από το σπίτι και θα έβρισκαν το δρόμο που θα οδηγούσε στο φίλο του.

-Θα προσπαθήσουμε να βγούμε από το σπίτι, όσο πιο αθόρυβα γίνεται, είπε η αρκουδίνα, και, μόλις περάσουμε την αυλή, θα βρεθούμε σ’ αυτό τον τεράστιο διάδρομο με την πολλή φασαρία. Τον έχεις δει ποτέ; Τρέχουν σαν παλαβά πάνω του κάτι μεγάλα κουτιά με φώτα που αναβοσβήνουν και βγάζουν ένα ήχο… να σου κόβεται το αίμα. Έχουν και κάτι μεγάλες ρόδες που γυρνούν πολύ γρήγορα. Ξέρεις πώς τα λένε αυτά τα μεγάλα κουτιά;

-Όχι, δεν έχω ιδέα, είπε το αρκουδάκι σαστισμένο.

-Μια μέρα άκουσα τη Μάγια να τα λέει «αφοκίνητα», είπε η αρκουδίνα με ύφος μεγάλου επιστήμονα.

-Αφοκίνητα; επανέλαβε το αρκουδάκι με απορία. Τι περίεργο όνομα είναι πάλι αυτό;

-Και πού ν’ ακούσεις το άλλο! συνέχισε η… σοφή αρκουδίνα. Το μεγάλο γκρίζο διάδρομο που πάνω του τρέχουν σαν παλαβά τα αφοκίνητα το λέγε «δόμο».

Το αρκουδάκι θαύμαζε τις γνώσεις της νέας του φίλης. Εκείνο το μόνο που ήξερε ήταν το ράφι του λούνα παρκ και η αγκαλιά του Γιώργου.

-Και πώς θα βγούμε έξω; ρώτησε το αρκουδάκι τη φίλη του.

-Μην ανησυχείς. Προημερών που η μαμά της Μάγιας άρχισε να τσιρίζει στη θέα κάποιων ποντικιών, έτρεξα κι εγώ να κάνω χάζι! Είδα τη μαμά, σε κατάσταση υστερίας, με τη σκούπα στο χέρι να χτυπάει γύρω της ό,τι κινιόταν αλλά και ό,τι δεν κινιόταν και δυο μικρά ποντικάκια να χώνονται λαχανιασμένα και τρομαγμένα σε μια ποντικότρυπα. Είμαι σίγουρη πως θα οδηγεί έξω από το σπίτι γιατί, τα κακόμοιρα τα ποντίκια, δεν ξαναφάνηκαν εδώ τριγύρω. Νομίζω ότι με λίγη προσπάθεια, όλα γίνονται. Θα χωθούμε κι εμείς στην ποντικότρυπα και… τσουπ! να ‘μαστε στην αυλή. Από ‘κεί και πέρα τα πράγματα θα ‘ναι εύκολα, θα δεις… βεβαίωσε η αρκουδίνα το αρκουδάκι που τόση ώρα την άκουγε μαγεμένο, χωρίς να τη διακόπτει.

3.8.07

Οι διακοπές ενός μικρού αρκουδιού 1

"Οι διακοπές ενός μικρού αρκουδιού" είναι ένα παραμυθάκι που έγραψαν τα παιδιά μου, της περσινής Δ' τάξης του Δημοτικού Σχολείου Αυλιωτών. Επειδή μας βγήκε μεγαλούτσικο, θα το παραθέσουμε σε συνέχειες. Τα παιδιά έφτιαξαν το σκελετό της ιστορίας. Κάποια κομμάτια που έγραψαν χρησιμοποιήθηκαν αυτούσια, ενώ τα υπόλοιπα... τα ανέλαβε η δασκάλα τους. Την επιείκειά σας, παρακαλούμε! Είμαστε μικρά παιδιά με πολλή όρεξη για δημιουργία!


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια οικογένεια που είχε ένα αγοράκι, το Γιώργο. Ο Γιώργος ήταν ένα κοντούλικο, παχουλό παιδάκι πέντε χρονών, με πανέξυπνα γαλανά μάτια και μελαχρινά μαλλιά. Ήταν ευγενικό και καλομαθημένο παιδί, όμως ήταν κι αρκετά ντροπαλό. Η οικογένειά του αποφάσισε, ένα ζεστό καλοκαιρινό απογευματάκι, να πάει βόλτα σε κάποιο λούνα παρκ. Εκεί ο Γιώργος κέρδισε ένα αρκουδάκι που από τότε έγινε το αγαπημένο του παιχνίδι.

Μετά από κάμποσες μέρες, ο μπαμπάς και η μαμά του Γιώργου αποφάσισαν πως ήταν καιρός να πάνε διακοπές. Ο Γιώργος ήταν πολύ χαρούμενος που θα πήγαινε στη θάλασσα. Και το αρκουδάκι του όμως, μόλις άκουσε τη μαγική λέξη: «διακοπές», ζωντάνεψε και χοροπηδούσε από τη χαρά του. Έτσι, δεν έχασε καιρό, έφτιαξε γρήγορα γρήγορα τις βαλίτσες του και ετοιμάστηκε για να φύγουν. Θα πήγαιναν ταξίδι στην Κρήτη.

Όταν έφτασαν, σταμάτησαν σε μια παραλία. Έκανε πολλή ζέστη. Η άμμος έκαιγε και τα πεντακάθαρα γαλανά νερά θα πρόσφεραν δροσιά και ξεκούραση στο Γιώργο και τους γονείς του. Έτσι, φόρεσαν τα μαγιό και τα αντηλιακά τους κι έτρεξαν να στήσουν την ομπρέλα τους στην αμμουδιά. Το αρκουδάκι αναρωτήθηκε: να βάλει, άραγε, κι εκείνο μαγιό; Γιατί όμως; Αφού δε θα μπορούσε να κολυμπήσει. Στο μεταξύ, ο Γιώργος, άρπαξε τα κουβαδάκια του και ξεχύθηκε στην ακροθαλασσιά, ενώ οι υπόλοιποι λουόμενοι ξεφώνιζαν πλατσουρίζοντας στα δροσερά νερά.

Σύντομα ο καυτός ήλιος και τα παιχνίδια με το νερό έκαναν το Γιώργο και τους γονείς του να διψάσουν. Έτσι, ο μικρούλης ανέλαβε να τους δροσίσει με χυμούς από την ξύλινη καντίνα που ήταν εκεί παραδίπλα.

Το αρκουδάκι θέλησε κι αυτό να πιει λίγο χυμό κι έτσι, τρύπωσε κρυφά στην καντίνα όπου άρχισε ν’ ανακατεύει διάφορα φρούτα προσπαθώντας να φτιάξει ένα δροσιστικό χυμό. Η περιέργειά του όμως, σύντομα το οδήγησε στο ράφι με τα αρωματικά μπουκαλάκια. Διάλεξε το μπουκαλάκι με το πιο έντονο χρώμα, όμως, για κακή του τύχη, το συγκεκριμένο μπουκαλάκι περιείχε… καυτό πιπέρι! Έριξε μια γενναία δόση από το δυνατό μπαχαρικό στο φρουτοχυμό του και ετοιμάστηκε να τον απολαύσει.

Η δίψα του ήταν τόση που δε σταμάτησε στην πρώτη γουλιά. Γύρισε λαίμαργα το περιεχόμενο του ποτηριού στο στόμα του και… τα ματάκια του γούρλωσαν και η πρώτη σκέψη του ήταν ότι θα καιγόταν εκεί, επί τόπου. Χοροπήδησε και αστραπιαία σκέφτηκε να βουτήξει στη θάλασσα. Έτσι κινήθηκε, τρέχοντας, προς τα εκεί.

Ο κίνδυνος του καψίματος πέρασε, όμως… σύντομα εμφανίστηκε ο κίνδυνος του πνιγμού. Το αρκουδάκι βάρυνε με το νερό και άρχισε να βουλιάζει. Ο Γιώργος τρόμαξε και άρχισε να φωνάζει πανικόβλητος. Τρομαγμένος ο πατέρας του έφτασε κοντά του, όμως, μάταια. Το αρκουδάκι είχε κιόλας εξαφανιστεί, λιπόθυμο, στο βυθό της θάλασσας, για να καταλήξει στο στομάχι ενός ψαριού. Όταν πια άνοιξε τα ματάκια του, δεν ήξερε πού βρισκόταν.